Το μνημείο αυτό δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το πότε και για ποιον
λόγο κατασκευάστηκε, πότε και για ποιον λόγο τοποθετήθηκε στον Πειραιά.
Όλα όσα ξέρουμε στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι
τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν
το λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον
Πειραιά.
Aπό τους αρχαίους συγγραφείς δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν εκεί από πιο παλιά.
Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αkerblad στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε περίπου το 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον μεγάλο δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Οι Rafn, Watbled, Σχινάς, Αρβανιτόπουλος, καθώς και ο γλύπτης Καννόβας, που επισκέφθηκε το λιοντάρι στη Βενετία, υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια κοινά αποδεκτή εκτίμηση για την ηλικία του μνημείου.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η θέση που καταλάμβανε το λιοντάρι από το 1388 δεν είναι και η αρχική και αυτό γιατί στη συγκεκριμένη θέση υπήρχαν στην αρχαιότητα οι «Στοές». Οι Amaud Fr, Guilletiere, J.-P. Babin, Spon, Wheler, Gourmenin, Robert de Dreux, Βιντσένζο Μαρία Κορονέλλι, de Combew, Comelio Magni, Anne d’ Akerjhelm αναφέρουν ότι είδαν ένα λιοντάρι στον μυχό του λιμανιού. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται μεταξύ του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας και του Τινάνειου κήπου. Οι Spon και Wheler, το 1675, αναφέρουν το ίδιο, προσθέτοντας ότι είχε μέγεθος τριπλάσιο του κανονικού. Παρατηρώντας το σωλήνα που κατέληγε στο στόμα του μέσω της ράχης, συμπέραναν ότι χρησίμευε ως κρήνη.
Η παρουσία του μνημείου στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από το ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη. Μεταφέρεται στη Βενετία ως λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στο ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι ...
Το λιμάνι του Πειραιά κατά το μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε ή/και Πόρτο
Δράκο. Η ονομασία σύμφωνα με του θρύλους, προέκυψε από αναφορές για ανθρώπους οι οποίοι είχαν τη δύναμη να
μεταμορφώνονται σε δράκους, τεράστιους σε μέγεθος και για τον Λέοντα ο οποίος είχε ως αποστολή την προστασία του λιμένα και των θνητών.
Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι του Λιονταριού. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στο Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.
Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Akerblad το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη. Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης. Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ο Laborde υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα. Αντιθέτως, με βάση τον Bugge, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.
O Grimm τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη των επιγραφών αυτών το 12ο ή το 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’ εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ (Konigsmark) ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688.
Οι Akerblad, Kopish, Grimm, Bugge, Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος, Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ο αιώνα. Ο Laborde αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και την γνώση που απαιτείται για τέτοιου είδους επιγραφές.
Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Bossi και ο αρχαιολόγος D’ Hancarville διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Laborde υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά, φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή. Υπήρξαν πολλοί όμως, με επικεφαλής τον Akerblad, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι τα γράμματα είναι ρουνικά. Ρουνικό αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες. Δεδομένου ότι η επίσκεψη τέτοιων φύλων ήταν συνεχής στο πέρασμα των αιώνων, στον ελλαδικό χώρο, ενισχύεται η θεωρία με βάση την οποία έγιναν οι διάφορες μελέτες.
Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής:
Για εμάς στα Αστικά Μυστικά ο Λέων του Πειραιά σχετίζεται άμεσα με τον μυθολογικό σκιώδες κόσμο. Σε όλες τις μυθολογίες του πλανήτη μας γίνονται αναφορές στον σκιώδη κόσμο. Πρόκειται για τον κόσμο των νεραιδών, των καλών και κακών δαιμόνων, των λυκανθρώπων και γενικότερα σε όλα τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται ως παραφυσικές δραστηριότητες. Για τον κόσμο αυτό θα αναφερθούμε σε νέα μας ανάρτηση.
Ως απόδειξη στην υπόθεση μας φέρουμε τα ρουνικά σύμβολα που φέρονται επί του αυθεντικού λέοντος. Όταν αναφερόμαστε σε ρουνικά σύμβολα εννοούμε σύμβολα - ιδεογράμματα που στην τελική μορφή τους αποτέλεσαν ένα είδος πρώιμης γραφής των βόρειων Ευρωπαικών λαών. Στην αρχαία μορφή τους αποτελούσαν σύμβολα - ιδεογράμματα που η χρήση, τους λάμβανε χώρα από χρήστες υψηλής μύησης, σε βαθμό που κάποιοι ερευνητές περιέγραψαν μια γλώσσα μαγείας που ο χώρος δρασης της απλωνόταν εως και τα θυρανοίξια ενεργειακών πυλών προς ... άλλους κόσμους!!!
Πηγή: Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Aπό τους αρχαίους συγγραφείς δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν εκεί από πιο παλιά.
Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αkerblad στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε περίπου το 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον μεγάλο δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Οι Rafn, Watbled, Σχινάς, Αρβανιτόπουλος, καθώς και ο γλύπτης Καννόβας, που επισκέφθηκε το λιοντάρι στη Βενετία, υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια κοινά αποδεκτή εκτίμηση για την ηλικία του μνημείου.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η θέση που καταλάμβανε το λιοντάρι από το 1388 δεν είναι και η αρχική και αυτό γιατί στη συγκεκριμένη θέση υπήρχαν στην αρχαιότητα οι «Στοές». Οι Amaud Fr, Guilletiere, J.-P. Babin, Spon, Wheler, Gourmenin, Robert de Dreux, Βιντσένζο Μαρία Κορονέλλι, de Combew, Comelio Magni, Anne d’ Akerjhelm αναφέρουν ότι είδαν ένα λιοντάρι στον μυχό του λιμανιού. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται μεταξύ του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας και του Τινάνειου κήπου. Οι Spon και Wheler, το 1675, αναφέρουν το ίδιο, προσθέτοντας ότι είχε μέγεθος τριπλάσιο του κανονικού. Παρατηρώντας το σωλήνα που κατέληγε στο στόμα του μέσω της ράχης, συμπέραναν ότι χρησίμευε ως κρήνη.
Σημαία Βενετίας (τιμώντας τον απόστολο Μάρκο). |
Η παρουσία του μνημείου στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από το ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη. Μεταφέρεται στη Βενετία ως λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στο ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι ...
Το Λιοντάρι του Πειραιά στον ναύσταθμο της Βενετίας |
Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι του Λιονταριού. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στο Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.
Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Akerblad το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη. Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης. Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ο Laborde υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα. Αντιθέτως, με βάση τον Bugge, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.
O Grimm τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη των επιγραφών αυτών το 12ο ή το 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’ εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ (Konigsmark) ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688.
Οι Akerblad, Kopish, Grimm, Bugge, Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος, Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ο αιώνα. Ο Laborde αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και την γνώση που απαιτείται για τέτοιου είδους επιγραφές.
Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Bossi και ο αρχαιολόγος D’ Hancarville διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Laborde υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά, φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή. Υπήρξαν πολλοί όμως, με επικεφαλής τον Akerblad, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι τα γράμματα είναι ρουνικά. Ρουνικό αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες. Δεδομένου ότι η επίσκεψη τέτοιων φύλων ήταν συνεχής στο πέρασμα των αιώνων, στον ελλαδικό χώρο, ενισχύεται η θεωρία με βάση την οποία έγιναν οι διάφορες μελέτες.
Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής:
- Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με το Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».
- Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».
Για εμάς στα Αστικά Μυστικά ο Λέων του Πειραιά σχετίζεται άμεσα με τον μυθολογικό σκιώδες κόσμο. Σε όλες τις μυθολογίες του πλανήτη μας γίνονται αναφορές στον σκιώδη κόσμο. Πρόκειται για τον κόσμο των νεραιδών, των καλών και κακών δαιμόνων, των λυκανθρώπων και γενικότερα σε όλα τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται ως παραφυσικές δραστηριότητες. Για τον κόσμο αυτό θα αναφερθούμε σε νέα μας ανάρτηση.
Ως απόδειξη στην υπόθεση μας φέρουμε τα ρουνικά σύμβολα που φέρονται επί του αυθεντικού λέοντος. Όταν αναφερόμαστε σε ρουνικά σύμβολα εννοούμε σύμβολα - ιδεογράμματα που στην τελική μορφή τους αποτέλεσαν ένα είδος πρώιμης γραφής των βόρειων Ευρωπαικών λαών. Στην αρχαία μορφή τους αποτελούσαν σύμβολα - ιδεογράμματα που η χρήση, τους λάμβανε χώρα από χρήστες υψηλής μύησης, σε βαθμό που κάποιοι ερευνητές περιέγραψαν μια γλώσσα μαγείας που ο χώρος δρασης της απλωνόταν εως και τα θυρανοίξια ενεργειακών πυλών προς ... άλλους κόσμους!!!
Πηγή: Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου