Ο Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών (356 π.Χ - 323 π.Χ.) ή Αλέξανδρος ο Μέγας ή Μέγας Αλέξανδρος, ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας, Ηγεμών της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Περσικής αυτοκρατορίας, Φαραώ της Αιγύπτου, Βασιλιάς της Ασίας και βορειοδυτικής Ινδίας, του οποίου οι κατακτήσεις αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της Ελληνιστικής εποχής των βασιλείων των Διαδόχων και Επιγόνων του. Στην Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια μπορεί ο αναγνώστης να πληροφορηθεί, σχετικά σύντομα, για τον βίο του μεγάλου στρατηλάτη.
Σήμερα σε αυτή μας την ανάρτηση θα επικεντρωθούμε σε ένα γεγονός που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στα υψίπεδα της Πισιδίας και της Φρυγίας, στο Γόρδιο. Ο Αλέξανδρος έφθασε στο Γόρδιο κατά τον μήνα Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 333 π.Χ. και παρέμεινε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, για να αναπαύσει τη μοίρα του στρατού που κόπιασε ιδιαίτερα μαζί του, στην Πισιδία. Εκεί, στο ανάκτορο των παλαιών βασιλέων της Φρυγίας, βρισκόταν το άρμα του Γόρδιου ως ανάθημα στον Δία. Ο ζυγός του άρματος ήταν δεμένος με φλοιό κρανιάς και ο δεσμός ήταν τόσο περίπλοκος, ώστε δεν διακρινόταν πουθενά η αρχή του. Σύμφωνα με την κρατούσα παράδοση, όποιος έλυε τον Γόρδιο δεσμό, θα κυριαρχούσε στην Ασία. Ο Αλέξανδρος μετέβη στο ανάκτορο, εξέτασε τον δεσμό και τον έλυσε εύκολα. Ο τρόπος με τον οποίο τον έλυσε παραμένει μυστήριο. Η πιο διαδεδομένη άποψη υποστηρίζει ότι έκοψε τον δεσμό με το σπαθί του, αναφωνώντας: Ό,τι δεν λύεται κόπτεται. Παρά την δημοσιότητά της όμως, αυτή η άποψη θεωρείται η λιγότερο πιθανή. Ο Αριστόβουλος, που ήταν πιθανώς αυτόπτης μάρτυς, αναφέρει ότι τον έλυσε αφαιρώντας τον πύρο από το τιμόνι του άρματος, όπου συγκρατείτο ο δεσμός του ζυγού. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Γκρέιβς, ο δεσμός ήταν πιθανώς θρησκευτικό σύμβολο στη φύλαξη Γορδιανών ιερέων και ιερειών και συμβόλιζε το άφατο όνομα του Διονύσου. Περνούσε από γενιά σε γενιά ιερέων και αποκαλυπτόταν μόνο στους βασιλείς της Φρυγίας
Εξετάζοντας το συμβάν στη μυθολογική του διάσταση θα πρέπει να δεχθούμε ότι αντίθετα με το παραμύθι, ο μύθος εμπεριέχει πολύ λίγα αυθαίρετα στοιχεία. Τούτος ο μύθος του δεσμού ως σύνολο είναι σχεδιασμένος έτσι, ώστε να αποδίδει νομιμότητα ή μη, σε οποιαδήποτε αλλαγή της εξουσίας, σε τούτο το βασίλειο της κεντρικής Ανατολίας, το στοιχείο της άμαξας δε, συνδέει τον Γορδία και τον Μίδα με ένα αρχαίο ταξίδι, ένα μύθο καταγωγής δηλαδή από τη Μακεδονία, τον οποίο ο Αλέξανδρος πιθανώς γνώριζε. Σε αντίθεση με άλλους ελληνικούς μύθους που νομιμοποιούν επί δικαίω την κατάκτηση, ο νομιμοποιός χρησμός σε αυτόν τον μύθο υπονοεί ότι η προηγούμενη δυναστεία ήταν φυλή βασιλέων-ιερέων, συνδεδεμένη με τη θεότητα του χρησμού. Τούτη τη θεότητα σαφώς ήθελε αρωγό του και νομιμοποιητική αρχή ο Αλέξανδρος για την εκπλήρωση της υπόσχεσης της κυριαρχίας επί της Ασίας, καθώς ο Διόνυσος-Σαβάζιος, ο ιππέας νομάδας θεός που κραδαίνει τη ράβδο της δύναμής του, είναι πιθανώς το αντιπροσωπευτικότερο αρχέτυπο της μεταγενέστερης πορείας του Αλέξανδρου.
Δηλαδή με λίγα λόγια ο Αλέξανδρος στον Γόρδιο είτε αναζητούσε και βρήκε είτε μυήθηκε από τους ιερείς- φρουρούς μιας μυστικής κοινωνίας, αποκαλύπτοντας του, στοιχεία που τον συνδέουν με τον Θεό Διόνυσο και τις εκστρατείες του στην ανατολή. Με αυτό τον τρόπο υφάνθηκε ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από το πρόσωπο του Αλεξάνδρου και αυτή η μυστική κοινωνία θα κάνει την εμφάνιση της πολλές φορρές στην ιστορία ...
Ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω των κατακτήσεων του στην Ανατολή έθεσε τις βάσεις για την επερχόμενη Ελληνιστική περίοδο, μια μίξη των στοιχείων της κλασικής Ελλάδας και των πολιτισμών της Ασίας, με την επέκταση του Ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλο μέρος του Παλαιού Κόσμου, και την αλληλεπίδραση των τοπικών παραδόσεων και αντιλήψεων με τις Ελληνικές παραδόσεις των Μακεδόνων.
Αμέσως μετά το θάνατό του έγινε μυθικό πρόσωπο, ακολουθώντας διαφορετικά πρότυπα σε κάθε λαό. Οι Πέρσες φαντάστηκαν ότι ήταν γιος του Δαρείου, ενώ στην Αίγυπτο ότι ήταν γιος του Νεκτανεβώ του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου. Στην αραβοπερσική παράδοση ο Αλέξανδρος ονομάζεται Σικαντέρ στα περσικά και Ισκαντάρ στα αραβικά και έχει την προσωνυμία «Δίκερως» (Dhul-Qarnayn), λόγω της εμφάνισής του σε νομίσματα με κέρατα κριού, κατά το αιγυπτιακό πρότυπο αφού θεωρούνταν γιος του Άμμωνα. Υπάρχουν αρκετές φυλές στα μέρη από όπου πέρασε ο Αλέξανδρος που ισχυρίζονται πως είναι απόγονοι των στρατιωτών του Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος αναφέρεται, σύμφωνα με ερευνητές, με το όνομα Δίκερως και στο Κοράνι στη σούρα al-Kahf (Η Σπηλιά) (ΧVΙΙΙ, 82-110) ως μεγάλος βασιλιάς που κατασκεύασε πύλες (ίσως τις Κασπίες Πύλες) για να προστατέψει τους αθώους ανθρώπους από τους βάρβαρους Γωγ και Μαγώγ και επίσης αναφέρεται ότι ταξίδεψε ως το μέρος όπου δύει ο Ήλιος. Στοιχεία από την ιστορία σχετικά με το σφράγισμα των πυλών που αφηγείται το Κοράνι υπάρχουν και στα προγενέστερα έργα του Ψευδοκαλλισθένη, του Ιώσηπου, και του Ιερώνυμου.
Στους Βυζαντινούς ήταν δημοφιλείς οι ιστορίες για τον Αλέξανδρο, και μάλιστα τον είχαν φανταστεί και ως άγιο και ασκητή και να έχει ιδρύσει μοναστήρια στην έρημο. Πολλές παραδόσεις στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν γύρω από τον Αλέξανδρο, και σε πολλές περιοχές διάφορα σημάδια του τόπου και ερείπια, επιδεικνύονταν σαν να «ήταν του Αλέξανδρου». Σε κρητικό τραγούδι ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να έχει ενώσει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο ανοίγοντας τον Βόσπορο. Πολύ διαδεδομένη επίσης είναι η παράδοση που παρουσιάζει τη γοργόνα ως αδερφή του Αλέξανδρου να ρωτά τους ναυτικούς αν «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος» και να δέχεται σαν απάντηση μόνο το «ζη και βασιλεύει». Κατά την τουρκοκρατία τον 18ο αιώνα ένα δημοφιλές ανάγνωσμα ήταν η «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου».
Στη Δύση ο Αλέξανδρος έγινε γνωστός από τη μετάφραση του έργου του Ψευδοκαλλισθένη, τον 3ο αιώνα με το «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» δημιουργώντας ένα επικό κύκλο γύρω από το όνομά του. Από τη λατινική μετάφραση αυτού προέκυψαν πολλές παραλλαγές σε όλη την Ευρώπη και γενικά τον χριστιανικό και ισλαμικό κόσμο του Μεσαίωνα. Τον 12ο αιώνα ο Αλβέριχος ντε Μπεζανσόν έγραψε επικά ποιήματα με κεντρικό πρόσωπο τον Αλέξανδρο και ο ιερέας Λάμπρεχτ ένα γερμανικό τραγούδι.
Πηγές:
Η εκστρατεία του Αλέξανδρου καταγράφηκε αρχικά στις «Βασιλικές εφημερίδες» ένα είδος επίσημου ημερολογίου που διατηρούσε ο αρχιγραμματέας Ευμένης κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, οι οποίες όμως χάθηκαν πριν την ολοκλήρωσή της. Στα στοιχεία των "Βασιλικών Εφημερίδων" και σε προσωπικές του αναμνήσεις στηρίχθηκε αργότερα ο στρατηγός του Αλεξάνδρου, Πτολεμαίος. Ακόμη, ο Αριστόβουλος, μηχανικός που ακολούθησε την εκστρατεία, έγραψε μια από τις πρώτες γνωστές εξιστορήσεις, σε ηλικία 84 ετών. Ωστόσο, ούτε η μία ούτε η άλλη έχουν σωθεί. Άλλοι συγγραφείς των οποίων το έργο έχει χαθεί είναι ο Καλλισθένης που κατέγραψε τα γεγονότα ως τον θάνατό του το 327 π.Χ., ο Κλείταρχος ο Αλεξανδρεύς ο οποίος μάλλον είχε γράψει ένα δωδεκάτομο μυθιστόρημα, ο Ονησίκριτος, και ο Νέαρχος.
Το πιο αξιόλογο έργο που έχουμε, είναι αυτό του Φλάβιου Αρριανού «Αλεξάνδρου Ανάβασις» του 2ου αιώνα μ.Χ.. Ο Αρριανός βασίστηκε πάνω στα έργα του Πτολεμαίου και του Αριστόβουλου για να γράψει το έργο του. Ένα επίσης σημαντικό έργο είναι το «Historia Alexandri Magni Macedonis» του Κούρτιου Ρούφου (1ος αιώνας), το οποίο είναι επίσης βασισμένο σε προηγούμενα έργα, αλλά σε ορισμένα σημεία θεωρείται ότι περιέχει φανταστικές διηγήσεις. Αξιόλογος είναι ο βίος του Αλέξανδρου στο έργο του Πλούταρχου «Βίοι Παράλληλοι». Διάσπαρτες πληροφορίες βρίσκονται επίσης στα έργα του Στράβωνα, του Ιώσηπου, του Διόδωρου του Σικελιώτη και άλλων.
- Αλέξανδρος του Πλούταρχου (Βικιθήκη)
- Αλεξάνδρου Ανάβασις του Αρριανού (Βικιθήκη)
- Quintus Curtius Rufus, Ιστορία του Αλέξανδρου (λατινικά)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου