Τα σταυροδρόμια πάντα γοήτευαν τον άνθρωπο.Ίσως είναι η δυνατότητα των πολλαπλών επιλογών,ή το γεγονός ότι ως κομβικά σημεία,πάντα περιμένεις κάτι σημαντικό να συμβεί.Το σίγουρο είναι πάντως ότι κατέχουν εξέχουσα θέση στην φολκλόρ κουλτούρα του Αμερικάνικου νότου,και ιδιαίτερα στις νέγρικες κοινότητες,και στην παραδοσιακή μουσική τους, τα μπλουζ(blues).Σε ένα ιδιαίτερο μείγμα χριστιανικής παράδοσης και αφρικανικού μυστικισμού(κάτι ανάλογο με την βουντού κουλτούρα της Αϊτής)δημιουργήθηκαν θρύλοι οι οποίοι μπλέκουν την φαντασία με την ιστορική αλήθεια τόσο περίπλοκα που τα όρια φανταστικού-πραγματικού είναι αδύνατο να διαχωριστούν.Έτσι στην περίπτωσή μας τα σταυροδρόμια συνδιάστηκαν καταπληκτικά με τον Φαουστικό μύθο της συμφωνίας με τον διάβολο.Και εδώ ξεκινάει η ιστορία του κυρίου
Ρόμπερτ Τζόνσον.
Γεννήθηκε στις 8 Μαΐου του 1911 στο Χέιζελχαρστ του Μισισιπή και μεγάλωσε σε μια χωρισμένη οικογένεια, γυρνώντας από τόπο σε τόπο. Μεγαλώνοντας ακολούθησε τη μοίρα κάθε φτωχού μαύρου της εποχής, δουλεύοντας από μικρός στα απέραντα χωράφια του αμερικάνικου Νότου. Σε μικρή ηλικία γνώρισε μεγάλους μπλουζίστες της εποχής, όπως ο Σον Χάουζ, ο Τσάρλι Πάτον και ο Γουΐλι Μπράουν και άρχισε να ασχολείται με τη μουσική. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 έγινε επαγγελματίας κιθαρίστας και παράλληλα, σε μια προσπάθεια ίσως να αποκαταστήσει στη ψυχή του την έννοια της οικογένειας, παντρεύτηκε. Ο γάμος του όμως έληξε με τρόπο επώδυνο, καθώς λίγο αργότερα έχασε τη γυναίκα και το παιδί του κατά τη διάρκεια της γέννας, γεγονός που αποτέλεσε σταθμό στη ζωή του.Προσπαθώντας να λυτρωθεί από το βαρύ φορτίο που του είχε κληροδοτήσει ο πρόωρος θάνατος της οικογένειάς του, άρχισε να περιοδεύει από πόλη σε πόλη, παίζοντας με σπουδαίους μουσικούς. Το 1931 επέστρεψε στο Χέιζελχαρστ και ξαναπαντρεύτηκε, με σκοπό να μείνει πλέον μόνιμα. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, που έζησε σχετικά ήρεμος. Στην περίπτωση του Johnson η ήρεμη ζωή δεν ικανοποιούσε τις βαθύτερες ανάγκες, που υπαγόρευε το εσωτερικό του Εγώ να πραγματοποιήσει. Όταν αισθάνθηκε ότι ήταν έτοιμος για κάτι άλλο, τα παράτησε όλα, πήρε την οικογένεια του και εξαφανίστηκε στο Δέλτα του Μισισιπή. Όπως ήταν φυσικό, όμως, η γυναίκα του κουράστηκε να τον ακολουθεί και έπειτα από λίγο τον παράτησε. Έκτοτε ο Τζόνσον μεταμορφώθηκε σε έναν ακούραστο ταξιδιώτη και κιθαρίστα που μπορούσε να παίξει οπουδήποτε. Ο σκοπός του πλέον ήταν μόνο το ταξίδι, το οποίο σταμάτησε οριστικά το 1938.
Η κιθάρα του Τζόνσον
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα για τη ζωή του Τζόνσον είναι πολύ λίγα και κρυμμένα πίσω από το μύθο που δημιούργησαν για αυτόν οι άνθρωποι. Σύμφωνα με τον μύθο, λοιπόν, ο νεαρός μπλουζίστας επιθυμούσε πολύ τη φήμη και τα χρήματα. Δεν ήταν όμως ικανοποιημένος με τις ικανότητές του και αναζητούσε μεγαλύτερες ικανότητες, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Όντας ήδη πικραμένος ενάντια στο Δημιουργό του, κατηγορώντας το Θεό για το θάνατο της γυναίκας του και του αγέννητου παιδιού του, θυμωμένος και παράφορος πήρε την απόφαση. Ένα βράδυ, μεσάνυχτα, ο Ρόμπερτ Τζόνσον συντροφιά με το κόκκαλο μιας μαύρης γάτας και την κιθάρα του, με τα νύχια του κομμένα όσο πιο κοντά γινόταν έφτασε σε ένα τρίστρατο, στη συμβολή των λεωφόρων 61 και 49 στο Κλαρκσντέιλ. Κάθησε κάτω και άρχισε να παίζει, επιθυμώντας την παρουσία του διαβόλου. Ξαφνικά, ενώ έπαιζε, μια παράξενη μουσική ακούστηκε πίσω του. Δίχως να σηκώσει τα μάτια του συνέχισε να παίζει, καθώς η περίεργη μουσική δυνάμωνε. Ο Τζόνσον κουνώντας ασταμάτητα τα δάχτυλά του ένιωσε μια «μορφή» να αντικαθιστά την κιθάρα του με τη δικιά του. Έπαιξαν μαζί αρκετή ώρα μέχρι που ο διάβολος έσφιξε τα νύχια του Τζόνσον μέχρι να ματώσουν, πήρε πίσω τη κιθάρα του και απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Ρόμπερτ να παίζει ασταμάτητα. Από τότε ο νεαρός κιθαρίστας άρχισε να παίζει με ένα αιθέριο στυλ και τα δάχτυλά του χόρευαν πάνω στις χορδές. Η φωνή του βρυχόταν και θρηνούσε, εκφράζοντας τη βαθύτατη θλίψη ενός καταδικασμένου αμαρτωλού. Ο Ρόμπερτ Τζόνσον μπορούσε πλέον να παίζει τα πάντα, αλλά η ψυχή του δεν του ανήκε.
Η κιθάρα του Τζόνσον
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα για τη ζωή του Τζόνσον είναι πολύ λίγα και κρυμμένα πίσω από το μύθο που δημιούργησαν για αυτόν οι άνθρωποι. Σύμφωνα με τον μύθο, λοιπόν, ο νεαρός μπλουζίστας επιθυμούσε πολύ τη φήμη και τα χρήματα. Δεν ήταν όμως ικανοποιημένος με τις ικανότητές του και αναζητούσε μεγαλύτερες ικανότητες, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Όντας ήδη πικραμένος ενάντια στο Δημιουργό του, κατηγορώντας το Θεό για το θάνατο της γυναίκας του και του αγέννητου παιδιού του, θυμωμένος και παράφορος πήρε την απόφαση. Ένα βράδυ, μεσάνυχτα, ο Ρόμπερτ Τζόνσον συντροφιά με το κόκκαλο μιας μαύρης γάτας και την κιθάρα του, με τα νύχια του κομμένα όσο πιο κοντά γινόταν έφτασε σε ένα τρίστρατο, στη συμβολή των λεωφόρων 61 και 49 στο Κλαρκσντέιλ. Κάθησε κάτω και άρχισε να παίζει, επιθυμώντας την παρουσία του διαβόλου. Ξαφνικά, ενώ έπαιζε, μια παράξενη μουσική ακούστηκε πίσω του. Δίχως να σηκώσει τα μάτια του συνέχισε να παίζει, καθώς η περίεργη μουσική δυνάμωνε. Ο Τζόνσον κουνώντας ασταμάτητα τα δάχτυλά του ένιωσε μια «μορφή» να αντικαθιστά την κιθάρα του με τη δικιά του. Έπαιξαν μαζί αρκετή ώρα μέχρι που ο διάβολος έσφιξε τα νύχια του Τζόνσον μέχρι να ματώσουν, πήρε πίσω τη κιθάρα του και απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Ρόμπερτ να παίζει ασταμάτητα. Από τότε ο νεαρός κιθαρίστας άρχισε να παίζει με ένα αιθέριο στυλ και τα δάχτυλά του χόρευαν πάνω στις χορδές. Η φωνή του βρυχόταν και θρηνούσε, εκφράζοντας τη βαθύτατη θλίψη ενός καταδικασμένου αμαρτωλού. Ο Ρόμπερτ Τζόνσον μπορούσε πλέον να παίζει τα πάντα, αλλά η ψυχή του δεν του ανήκε.
Ο τρόπος που επέλεξαν οι άνθρωποι να παρουσιάσουν τον Τζόνσον να «συναλλάσεται» με το υπερφυσικό δεν ήταν τυχαίος. Ύστερα από τη περιήγηση του Δέλτα ο Τζόνσον επέστρεψε πολύ διαφορετικός. Ο τρόπος που έπαιζε κιθάρα ήταν συγκλονιστικός. Παράλληλα απολάμβανε με κάθε ευκαιρία τον έρωτα, το ποτό, τη μουσική και τη διασκέδαση. Αυτός ο μοναδικός τρόπος που έπαιζε κιθάρα και ο εθισμός του στις γήινες απολαύσεις ίσως ήταν τελικά οι λόγοι που ώθησαν τους ανθρώπους να «χαρίσουν» την ψυχή του στο Διάβολο. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς ο Τζόνσον μέσα από τη περιπλάνησή του στο Μισισιπή μεταμορφώθηκε σε ένα τόσο σπουδαίο κιθαρίστα, ενώ και ο ίδιος απέφευγε επιμελώς να δείχνει τα μυστικά της τέχνης του, γεγονός που κέντριζε ακόμα περισσότερο την ανθρώπινη περιέργεια.Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τις παρεκβάσεις από τους κανόνες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και νομιμότητας. Αφιέρωσε με πάθος όλη τη ζωή του στη μουσική, τις γυναίκες (συχνά των άλλων), στον έρωτα χωρίς συμβάσεις και στις καταχρήσεις κάθε είδους, σε όλες τις απολαύσεις δηλαδή που εκείνοι που ποτέ δε θα τις καταλάβουν, τις ονομάζουν διάβολο. Ο γαλήνιος και σιωπηλός Τζόνσον είχε ένα μόνο σκοπό. Το ταξίδι, μέχρι που ο θάνατος τον σταμάτησε σε ηλικία μόλις 27 ετών, στις 16 Αυγούστου του 1938, όταν δηλητηριάστηκε πιθανώς από στρυχνίνη στο ποτό του για τα μάτια μιας γυναίκας. Ο Ρόμπερτ Τζόνσον πρόλαβε να ηχογραφήσει λίγα σχετικά τραγούδια από το 1936 ως το 1938, αρκετά όμως για να κληροδοτήσουν το απαράμιλλο ταλέντο του στις επόμενες γενιές και να επηρεάσουν πολλούς σπουδαίους μεταγενέστερους μουσικούς, όπως ο Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page - Led Zeppelin), ο Έρικ Κλάπτον (Eric Clapton - Cream), οι Rolling Stones και ο Έλβις Πρίσλεϊ (Elvis Presley). Η δισκογραφία του περιλαμβάνει 29 τραγούδια και συνολικά 41 ηχογραφήσεις.
Πηγή http://el.wikipedia.org/
*Η ταινία Crossroads (1986) με τον Ralph Macchio στηρίζεται σε αυτόν ακριβώς τον μύθο.
*Επίσης το αυθεντικό τραγούδι που αναφέρεται στο περιστατικό στη συμβολή των λεωφόρων 61 και 49 στο Κλαρκσντέιλ.
http://youtu.be/sgShIx49n_w
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου