Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και ήταν κορυφαίος ποιητής του Βρετανικού ρομαντισμού και ευγενής, μέλος της Βρετανικής αριστοκρατίας, φημισμένος και για την δράση του στην Ιταλία με το επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων. Ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, Τζον Μπάιρον (Captain John "Mad Jack" Byron), και της δεύτερης συζύγου του, Κάθριν Γκόρντον (Catherine Gordon). Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, από την πλευρά της μητέρας του, το γένος Γκόρντον, που ήταν απόγονος του βασιλιά της ΑγγλίαςΕδουάρδου Γ', πριν όμως γεννηθεί, οι γονείς του είχαν ήδη χωρίσει. Ο μεν πατέρας του είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα του, προσπαθώντας να αποφύγει τους πιστωτές, συνόδευσε αρχικά τον σύζυγό της στη Γαλλία το 1786, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία στα τέλη του 1787 για να γεννήσει τον γιό της σε Αγγλικό έδαφος. Ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών αυτών.
Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα πρώτα χρόνια διέμενε με την μητέρα του στην περιοχή Αμπερντήν (Aberdeen) τηςΣκωτίας, μάλλον φτωχικά, όπου και έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στις 19 Μαΐου του 1798 πέθανε ο αδελφός του παππού του, από τον πατέρα του, Ουίλιαμ Μπάιρον, γνωστός ως ο μοχθηρός Λόρδος, και έτσι ο δεκαετής νεαρός, ο οποίος ήταν πρώτος στη σειρά διαδοχής, κληρονόμησε τον τίτλο του Βαρώνου Μπάιρον. Έτσι, η ζωή του από τότε άλλαξε. Σπούδασε στο Κολέγιο Τρίνιτυ (Τριάδα) του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αποκτώντας πολύ καλή μόρφωση. Ήταν χαρακτήρας ανήσυχος, παρορμητικός και τυχοδιωκτικός. Έτσι, ξεκίνησε περιοδείες και περιπλανήσεις στη νότια Ευρώπη: (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία).
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 στο Μεσολόγγι, ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό καθώς ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του ("Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον"). Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου, μία κάθε λεπτό, καθώς ήταν τότε μόνο 37 ετών.
Στις 2 Ιουλίου του 1809 ο Βύρων αποπλέοντας από το Πλύμουθ μαζί με τον φίλο του Χομπχάουζ (John Cam Hobhouse) και κάποιους υπηρέτες, φθάνει αρχικά στη Λισαβόνα και από εκεί παραπλέοντας το Γιβραλτάρ φθάνει στη Μάλτα, όπου και παραμένει για μικρό διάστημα. Τον Σεπτέμβριο, επιβαίνοντας στο αγγλικό πολεμικό "Σπάιντερ" (HMS Spider, formerly Vigilante, a brig-rigged sloop captured by the British Navy on 4 April 1806), θα αντικρίσει για λίγο, για πρώτη φορά, την πόλη όπου 14 χρόνια μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Τελικά αποβιβάστηκε στηνΠρέβεζα. Από εκεί, επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά, μετέβη στα Ιωάννινα. Φθάνοντας όμως εκεί και μαθαίνοντας ότι εκείνος βρίσκεται στο Τεπελένι, μετά τριήμερη παραμονή, αποφάσισε να μεταβεί στο Τεπελένι όπου και φθάνοντας μετά από εννέα ημέρες έγινε δεκτός από τον Αλή Πασά, ο οποίος τον φιλοξένησε στο Σαράι του. Τις εντυπώσεις του από εκείνη την βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας, τις αποτύπωσε ο Βύρων στο φημισμένο ποίημά του "Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ" (Childe Harold's Pilgrimage, Cantos I & II (1812)).
Από εκεί, επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στη Πρέβεζα, απέπλευσε για Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάσθηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ΄ όπου και διεκπεραιώθηκε στην Πάτρα, και από εκεί μέσω Βοστίτσας (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα, απ΄ όπου μέσω Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξενου της Αγγλίας.
Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα, ο Βύρων επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Τερέζα Μακρή, την μόλις 12/χρονη κόρη του Άγγλου προξένου Προκόπιου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (Maid of Athens, Ere We Part)
Στη διάρκεια δε κάποιας εκδρομής του στο Σούνιο, κινδύνεψε να συλληφθεί όμηρος από Μανιάτες πειρατές. Μεταβαίνοντας λίγες ημέρες μετά στην Πάτρα, προσβλήθηκε από ελονοσία και, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, διασώθηκε χάρη στους Αλβανούς υπηρέτες του, που τρομοκράτησαν τους ιατρούς του λέγοντάς τους πως θα τους αποκεφάλιζαν αν ο κύριός τους δεν θεραπευόταν.
Στις 11 Απριλίου 1811 ο Λόρδος Βύρων επιβιβάστηκε για Μάλτα, σε ένα πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώναπου είχε αφαιρέσει ο λόρδος Έλγιν. Στην πραγματικότητα ο Βύρων ήταν ανοιχτά εκφρασμένος αντίπαλος του Έλγιν, και αντέδρασε με θυμό όταν ο πράκτορας του Έλγιν τον ξενάγησε στον Παρθενώνα, βλέποντας να λείπουν τα τρίγλυφα και οι μετώπες. Αργότερα έγραψε ένα ποίημα, την "Κατάρα της Αθηνάς" (The Curse of Minerva), κατηγορώντας τις πράξεις του Έλγιν.
Φθάνοντας στη Μάλτα προσβλήθηκε και πάλι από ελονοσία, οπότε και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία. Έτσι επιβαίνοντας στις 3 Ιουλίου στην αγγλική φρεγάτα "Βολάζ" (HMS Volage) επέστρεψε στο Πόρτσμουθ στις 17 Ιουλίου.
Με την επιστροφή του στην Αγγλία ο Λόρδος Βύρων ασχολήθηκε αρχικά με την έκδοση των ποιημάτων του όπου με το έργο του «Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold's Pilgrimage) κατέστη διάσημος, εξ ου και η περίφημη φράση του: «ξύπνησα ένα πρωί και βρήκα τον εαυτό μου διάσημο» (I awoke one morning and found myself famous). Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σ΄ ένα τριήμερο, και ακολούθησαν έξι ακόμα εκδόσεις μέσα σ΄ ένα μήνα. Παράλληλα όμως, ασχολούμενος με την πολιτική, εκφώνησε τον πρώτο του λόγο στη Βουλή των Λόρδων περί ενός νομοσχεδίου που θέσπιζε αυστηρότατες ποινές για τους υπαίτιους των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο Νότιγχαμ μετά την εισαγωγή μηχανών κατασκευής καλτσών, συντασσόμενος με τους φιλελεύθερους. Ο λόγος του εκείνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση, και έσπευσαν πολλοί να τον συγχαρούν. Ο δεύτερος λόγος του μετά από δύο μήνες περί της χειραφέτησης των καθολικών "Παπιστών" δεν ήταν τόσο αξιόλογος, αλλά ούτε και ο τρίτος του, που εκφώνησε στις 1 Ιουνίου.
Στις 25 Απριλίου του 1816 επιβιβάσθηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία, και μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες του Βελγίου και από εκεί επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη της Ελβετίας όπου και διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Πέρσυ Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley), με τον οποίο και ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία. Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών πατριωτών.
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση των Άγγλων κεφαλαιούχων, που ενδιαφέρονταν για σύναψη δανείων με την ελληνική κυβέρνηση, προς την Ελλάδα, σταματώντας στηνΚεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η σύναψη δανείου στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Ένας από τους στενούς φίλους του Βύρωνα στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστόνη (Boston, Massachusetts), Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου (Samuel Gridley Howe, 1801-1878), ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.
Μετά το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος - περικεφαλαία του Βύρωνα, το οποίο αργότερα, το 1925, το έφερε στην Ελλάδα η μικρότερη κόρη από τα 6 παιδιά του Σαμουήλ Χάου, η Μοντ Χάου (Maud Howe, 1855–1948, Αμερικανίδα συγγραφέας τιμημένη με το βραβείο Πούλιτζερ, παντρεμένη με τον Άγγλο διακοσμητή/ζωγράφο John Elliott), και το δώρησε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Η συντροφιά της Γενεύης
Με την εξαίρεση της παραμονής και του θανάτου του στο Μεσολόγγι της Ελληνικής Επανάστασης το 1824, ο παραθερισμός στην Ελβετία το καλοκαίρι του 1816 αποτελεί ίσως τη γνωστότερη λεπτομέρεια του βίου του κορυφαίου ρομαντικού ποιητή.
Μια νύχτα του Ιουνίου του 1816 ο ποιητής λόρδος Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον και ο ποιητής Πέρσι Μπίσι Σέλεϊ, μαζί με τη Μαίρη Γκόντγουιν, ερωμένη του τελευταίου, την Κλερ Κλέρμοντ (ετεροθαλή αδελφή της Μαίρης και ερωμένη του Μπάιρον) και τον προσωπικό γιατρό του Μπάιρον, Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι, βρίσκονται υπό καταρρακτώδη βροχή στις όχθες της λίμνης Λεμάν, έγκλειστοι στη βίλα Ντιοντάτι· μέσα στις βροντές και στις αστραπές της θυελλώδους νύχτας ο Μπάιρον βάζει ένα στοίχημα:να γράψει ο καθένας τους μια ιστορία με φαντάσματα. Η νουβέλα της Μαίρης Γκόντγουιν που προέκυψε από το στοίχημα, ο Φρανκενστάιν, θα μείνει στην ιστορία ως αρχέτυπο του είδους. Ο γιατρός Πολιντόρι έγραψε επίσης δύο ιστορίες: το Ernestus Berchtold, or The Modern Oedipus και μία ακόμη που αν και λιγότερο γνωστή από τον Φρανκενστάιν έμελλε να έχει τεράστια διάδοση: ο Βρυκόλακάς του θα εμπνεύσει εκατοντάδες έργα της παραλογοτεχνίας και του μελοδράματος και οπωσδήποτε ένα ακόμη αρχετυπικό έργο: τον Δράκουλα του Ιρλανδού Μπραμ Στόουκερ το 1897.
Η βιβλιογραφία για τους Μπάιρον και Σέλεϊ αφιερώνει πολλές σελίδες σε εκείνο το καλοκαίρι στη λίμνη Λεμάν, όπου οι Σέλεϊ (Πέρσι, Μαίρη και Κλερ) με τους Μπάιρον και Πολιντόρι αντάλλαξαν ιδέες, ερωτικά χάδια και ψυχικές εμπειρίες. Η συνάντηση αυτών των πέντε προσώπων συμπυκνώνει, και μόνο αν περιοριστούμε στα ιστορικά τεκμήρια, μια γενναία ποσότητα εκρηκτικού μείγματος λογοτεχνίας και πραγματικότητας.
Ο Μπάιρον είναι ο μεγαλύτερος της παρέας· 28 ετών.Τον Μάιο φθάνει στη Γενεύη και νοικιάζει στις όχθες της λίμνης Λεμάν τη βίλα Ντιοντάτι. Τον συνοδεύει ο Πολιντόρι, που έχει επιφορτιστεί από τον εκδότη τού Μπάιρον να κρατήσει ημερολόγιο του ταξιδιού. Ο Σέλεϊ, η Μαίρη Γκόντγουιν και η Κλερ Κλέρμοντ βρίσκονται ήδη εκεί.
Ο Πέρσι Μπίσι Σέλεϊ είναι τότε 24 ετών. Πεισματικά άθεος από μικρή ηλικία (στο κολέγιο Ιτον τον φώναζαν ο Αθεος του Ιτον) και ανεξάρτητη φύση, άφησε το σπίτι του στα 19 του απάγοντας συνάμα τη δεκαεξάχρονη Χάριετ Γουέστμπρουκ. Στο διάστημα που έχει μετατρέψει τη νέα διαμονή του σε κοινόβιο νεαρών αναρχικών γνωρίζει τη Μαίρη, την (επίσης δεκαεξάχρονη) κόρη του Γουίλιαμ Γκόντγουιν (1756-1836) και της Μαίρης Γολστόουνκραφτ (1759-1797), δύο περίφημων ελευθεριακών διανοουμένων. Η Μαίρη Γολστόουνκραφτ πέθανε κατά τη γέννηση της Μαίρης αφήνοντας πίσω της ένα ακόμη κορίτσι από άλλη σχέση της, τη Φάνι Ιμλεϊ. Οταν ο Πέρσι γνωρίζει τη Μαίρη, έχει ήδη από τη Χάριετ μία κόρη, την Ιάνθη· τον επόμενο χρόνο αποκτά και ένα γιο, ενώ με διαφορά μερικών μηνών αποκτά και από τη Μαίρη μία κόρη που όμως πεθαίνει σχεδόν αμέσως. Τον επόμενο χρόνο (1816) η Μαίρη γεννάει τον Γουίλιαμ, αγαπημένο γιο του Σέλεϊ.Ο Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι, γιος ενός ιταλού εκπατρισμένου, είναι 20 ετών. Απόφοιτος της Ιατρικής, με διατριβή για την υπνοβασία (επινόησε τον όρο Ονειροδύνια). Κανένας από τους παρευρισκομένους στη λίμνη Λεμάν δεν του φέρεται καλά με πιθανή εξαίρεση την Κλερ Κλέρμοντ. Ο Πολιντόρι θαυμάζει σε υπερβολικό βαθμό τον Βύρωνα και ελπίζει να του συμπαρασταθεί στις επανειλημμένες λογοτεχνικές του απόπειρες· εκείνος όμως τον περιφρονεί συστηματικά.
Ο λόρδος έχει ήδη βαρεθεί τον νεαρό γιατρό και τον απολύει μετά τις θερινές διακοπές του. Το κείμενο του Πολιντόρι δημοσιεύεται χωρίς την άδειά του το 1819 σε ένα βρετανικό περιοδικό, ο εκδότης του όμως το καταχωρεί με το όνομα του φημισμένου ποιητή για κερδοσκοπικούς λόγους. Παρά την προσπάθεια του Μπάιρον να ξεκαθαρίσει τα πράγματα κυκλοφορώντας το προσχέδιο της δικής του ιστορίας την οποία είχε αφήσει ατελείωτη το 1816, το κοινό συνεχίζει να του αποδίδει τον «Βρυκόλακα». Βουτηγμένος στην κατάθλιψη και στα χρέη, ο Πολιντόρι αυτοκτονεί στις 24 Αυγούστου 1821.Τον επόμενο Ιούλιο (1822) ο Σέλεϊ πνίγεται στην Ιταλία στον κόλπο της Σπέτσια.
Η Μαίρη Σέλεϊ συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή μέχρι τον θάνατό της, την 1η Φεβρουαρίου του 1851 και δικαιώθηκε ως συγγραφέας στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Φρανκενστάιν εξυμνήθηκε ως έργο με μεγάλη ψυχαναλυτική σημασία και έγινε ιδιαίτερα αγαπητό από τις φεμινίστριες....
Ο Μπάιρον θα ζήσει για άλλα τρία χρόνια ολοκληρώνοντας την εξέλιξή του σε εθνικό ήρωα, πιστός στον προσωπικό του κανόνα: «Να τα κάνεις όλα με τη σειρά, και όχι για πολύ».
Πηγές
http://www.tovima.gr
https://el.wikipedia.org
Η Μαίρη Σέλεϊ συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή μέχρι τον θάνατό της, την 1η Φεβρουαρίου του 1851 και δικαιώθηκε ως συγγραφέας στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Φρανκενστάιν εξυμνήθηκε ως έργο με μεγάλη ψυχαναλυτική σημασία και έγινε ιδιαίτερα αγαπητό από τις φεμινίστριες....
Ο Μπάιρον θα ζήσει για άλλα τρία χρόνια ολοκληρώνοντας την εξέλιξή του σε εθνικό ήρωα, πιστός στον προσωπικό του κανόνα: «Να τα κάνεις όλα με τη σειρά, και όχι για πολύ».
Πηγές
http://www.tovima.gr
https://el.wikipedia.org
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου