Οι μαρτυρίες έχουν δύο όψεις, που μπορεί όχι να περιπλέκουν το μυστήριο, αλλά να το επεκτείνουν. Έτσι άλλοι μάρτυρες περιέγραφαν ένα αποκρουστικό πλάσμα με φτερά και κέρατα , ενώ άλλοι για έναν ιδιαίτερα δυνατό άνθρωπο, με κανονικό ακριβό ντύσιμο, αλλά αυτοί που τον πλησίασαν εύκολα διέκριναν την κομμένη διχαλωτή γλώσσα του, τα μάτια που σχεδόν έβγαζαν φωτιά αλλά και ένα αλλόκοτο πρόσωπο κάτω από αυτό το ντύσιμο. Ο "διάβολος". Και στις δύο περιπτώσεις αυτή τη λέξη χρησιμοποίησαν οι μάρτυρες. Αρχικά το πλάσμα επιτέθηκε στην Polly Adams, κόρη αγροτικής οικογένεια που προσπάθησε να ξεφύγει από την μιζέρια, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, εργαζόμενη σε ένα μπάρ του νότιου Λονδίνου. Λίγο αργότερα επίθεση δέχτηκε μια δεύτερη γυναίκα στο νεκροταφείο του Clapham. Για χρόνια οι κάτοικοι της Αγγλία και ειδικά του Λονδίνου ζούσαν με τον φόβο που σκέπαζε κάθε σκοτεινό, ανήλιο και αφώτιστο δρομάκι της πρωτεύουσας, ενώ δεκάδες από αυτούς κατέφευγαν στα αστυνομικά τμήματα με εμφανή τα σημάδια πάνω τους από τις επιθέσεις του πλάσματος. Πολλά από τα θύματα είχαν τραυματιστεί ιδιαίτερα βαριά, από τα κοφτερά νύχια, ενός δαίμονα που χτυπούσε και εξαφανιζόταν μέσα στο σκοτάδι, με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Μεγάλα άλματα που τον έφερναν με μοναδική ευκολία στις ταράτσες των οικημάτων.Ήταν τέτοια η σωρεία των περιστατικών και το κλίμα του φόβου που σκέπαζε την πόλη, που ανάγκασε τον δήμαρχο Λόρδο Sir John Cowan, να μιλήσει ανοιχτά στους κατοίκους και αποδεχόμενος πλήρως τα περιστατικά τους συνέστησε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις μετακινήσεις τους, ειδικά τις βραδινές ώρες. Μάλιστα στάθηκε σε συγκεκριμένες αναφορές της αστυνομίας που περιέγραφαν το αλλόκοτο πλάσμα αλλά και τον άνθρωπο με τα έντονα «διαβολικά» χαρακτηριστικά. Μετά την δημόσια αποδοχή της κατάστασης και άλλοι κάτοικοι που μέχρι εκείνη την στιγμή κρατούσαν κρυφές τις δικές τους εμπειρίες, κατέκλυσαν τα αστυνομικά τμήματα αναφέροντάς τες. Όλες διέφεραν μεταξύ τους (κάθε μια είχε την μοναδικότητά της) αλλά, και εδώ είναι το σημαντικό, ταίριαζαν απόλυτα με τις περιγραφές αυτού που τους επιτέθηκε. Με μια από τις δύο μορφές του. Οι περιγραφές δεν χωρούσαν αμφιβολία, και όλα κατέληγαν στο ότι κάτι το μυστηριώδες αλλά και επικίνδυνο συνέβαινε.Μερικές εβδομάδες αργότερα από τα πρώτα περιστατικά , την παγωμένη νύκτα της 23 Φεβρουαρίου, μια νεαρή κοπέλα, η Jane Alsop, που έμενε σε συνοικία του Λονδίνου μαζί με τον πατέρα της και τις δύο αδερφές της, άκουσε έντονα χτυπήματα στην πόρτα. Είδε κάποια σκιά έξω από αυτή, και πριν ανοίξει πήρε απάντηση στο ερώτημά της " ποιός είναι " από μια περίεργη φωνή να συστήνεται σαν αστυνομικός. Όταν η κοπέλα κρατώντας ένα κερί στο χέρι της άνοιξε την πόρτα, δέχτηκε άγρια επίθεση από το πλάσμα, που την πλήγωσε σε όλο το σώμα με τα κοφτερά νύχια του. Είχε βαθιές πληγές κάτω από τα κομματιασμένα της ρούχα, αλλά και βαθιές πληγές στην περιοχή του λαιμού. Μια από τις αδελφές της έντρομη πετάχτηκε στο δρόμο, και με ουρλιαχτά πανικού και υστερίας κάλεσε σε βοήθεια. Ένα πλήθος που συγκεντρώθηκε από τα παρακείμενα σπίτια έφτασε στο σημείο και κινήθηκε προς το πλάσμα για να αποσπάσει την κοπέλα, το οποίο σαν να φορούσε στα πόδια του ελατήρια, ( Spring Heeled Jack) κατάφερε να απομακρυνθεί με τεράστια άλματα στις στέγες των σπιτιών και χάθηκε στο σκοτάδι αφήνοντας άφωνους τους συγκεντρωμένους. Η Jane Alsop περιέγραψε αργότερα στους αστυνομικούς αυτό που της επιτέθηκε, αναφέροντας ένα φθαρμένο κάλυμμα που φορούσε στο κεφάλι του, χωρίς όμως να κρύβει το πρόσωπο, ένα λευκό στενό πουκάμισο κάτω από μια μαύρη επένδυση. Το πρόσωπό του ήταν φρικιαστικό, όχι ανθρώπινο, τα χέρια του κατέληγαν σε νύχια μεγάλα, γαμψά και ιδιαίτερα κοφτερά όπως μαρτυρούσαν και οι βαθιές πληγές στο σώμα της, ενώ τα μάτια του κόκκινα σαν της φωτιάς πετούσαν μπλε και άσπρες φλόγες.
Η Jane Alsop ήταν ένα από τα δεκάδες θύματα των επιθέσεων που είχαν μεταξύ τους και ομοιότητες αλλά και διαφορές. Ανάμεσα στις περιπτώσεις που ξεχωρίζουν είναι η επίθεση που δέχτηκαν δύο κοπέλες ενώ περπατούσαν την οδό Limehouse. Η μία από τις δύο, η δεκαοχτάχρονη Lucy Elbert, κατά την στιγμή εκείνη δέχτηκε στο πρόσωπό της μπλέ φλόγες που ξεπήδησαν από τα μάτια του πλάσματος, με αποτέλεσμα την τύφλωσή της.Οι εμφανίσεις συνεχίστηκαν, και ομαδικές θεάσεις έγιναν πάνω στη στέγη μιας εκκλησίας όπως και στον πύργο του Λονδίνου. Η άγνωστη, μυστηριώδης αυτή οντότητα, σκορπούσε τον φόβο και τον πανικό στην πρωτεύουσα της Αγγλίας, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας τις δεκαετίες του 1860 και 1870 ( ειδικά στο Midlands). Το 1860 σύμφωνα με μια αστυνομική έκθεση το πλάσμα στριμώχθηκε από ένα όχλο, αλλά κατάφερε να ξεφύγει με ένα και μόνο απίστευτο άλμα πολλών μέτρων πάνω από τα κεφάλια των διωκτών του. Το 1870 καταφέρνει να ξεφύγει από παγίδα του στρατού πηδώντας πάνω από μεγάλα εμπόδια που στήθηκαν για την σύλληψή του, ενώ ένα βράδυ του 1877 η αστυνομία του Λονδίνου παρόλο που το πυροβόλησε δεν κατάφερε κάτι. Η τελευταία φορά που είναι βεβαιωμένη η εμφάνισή του, είναι το Σεπτέμβριο του 1904 στο Λίβερπουλ, όταν έκπληκτοι οι κάτοικοι το είδαν να πηδά τόσο από το ένα κτίριο στο διπλανό του, όσο και στα απέναντι κατά μήκος της οδού William Henry. Κάθε φορά που η αστυνομία, ο στρατός ή και ομάδες πολιτών πλησίαζαν στην σύλληψή του, αυτό απλά χανόταν με τεράστια άλματα στο σκοτάδι. Λέγεται ότι οι εμφανίσεις συνεχίστηκαν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται.Η ύπαρξη αυτής της οντότητας ( ή ότι μπορεί να ήταν), επιβεβαιώνεται τόσο από τα αρχεία της αστυνομία των πόλεων της Αγγλίας όπου συνέβαιναν τα περιστατικά, όσο και από τα δημοσιεύματα του τύπου της εποχής. Και σίγουρα έχουν κάποια βάση τα περιστατικά αυτά, αλλιώς θα έπρεπε να μιλήσουμε για ομαδική υστερία, και ομαδικές φαντασιώσεις, που συνοδεύονταν από σωρεία αυτοτραυματισμών. Πράγμα αδιανόητο για μια χώρα που δύσκολα θα κινητοποιούσε στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις για κάτι που δεν υπήρχε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου