Τοξότης (Λατινικά: Sagittarius, συντομογραφία: Sgr) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός του Ζωδιακού Κύκλου. Συνορεύει με τους αστερισμούς Ασπίδα, Όφι (το τμήμα της Ουράς), Οφιούχο, Σκορπιό, Νότιο Στέφανο, Τηλεσκόπιον, Μικροσκόπιον, Αιγόκερω και Αετό. Οι αστέρες τ, ζ, σ, φ, λ, ε, δ, η και γ2 Τοξότου σχηματίζουν ένα εύκολα αναγνωρίσιμο σχήμα μιας μεγάλης τσαγιέρας, ο Γαλαξίας μάλιστα φαίνεται σαν εξερχόμενος ατμός από το στόμιό της (στη δυτική πλευρά της).
O Άρατος δίνει για τον Τοξότη τα ονόματα Τοξευτής και Ρύτωρ τόξου (αυτός που τεντώνει το τόξο). Σε άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς συναντάμε και την παραλλαγή Τοξευτήρ, ενώ οι Ερατοσθένης, Ίππαρχος, Πλούταρχος και Πτολεμαίος συμφωνούν στο Τοξοτής. Ο Βρετανός ανατολιστής Thomas Hyde (1636-1703) παραθέτει την ελληνική ονομασία Βελοκράτωρ. Το Ιππότης αναφέρεται και στον Κένταυρο.
Ανάλογες είναι οι παραλλαγές και στα λατινικά: Sagittifer στον Μανίλιο, Sagittiger στον Αβιηνό, Sagittipotens στον Κικέρωνα. Ο Υγίνος ονομάζει τον Τοξότη Croton, γελαδάρη, ενώ τα Antepes, Antepedes του Κικέρωνα μπορεί να αφορούν και τον Κένταυρο.
Ο «Άτλας» του Flamsteed δίνει το όνομα Sagittary, ονομασία που απαντάται και στον Σαίξπηρ. Οι Αγγλοσάξονες του Μεσαίωνα αποκαλούσαν τον Τοξότη Scytta.
Κάποιες φορές το όλο προσωποποιήθηκε στα μέρη του, όπως με την ονομασία Τόξον στον Άρατο που έδωσε το Arcus του Κικέρωνα και του Γερμανικού (σημειώνεται και στη λατινική έκδοση της Αλμαγέστης) και το Haemonios Arcus του Οβιδίου. Στην αρχαία Αίγυπτο επίσης πιθανολογείται ότι στον Τοξότη αντιστοιχούσαν ένα βέλος που κρατείται από ένα χέρι. Ο Bayer πάλι αναφέρει το Φαρέτρα. Σε διάφορες γλώσσες ο Τοξότης λεγόταν «τόξο»: Al Kaus στην Αραβία, που παραφθάρηκε σε Elkausu, Elkusu (Alkauuso στον Schickard), Keshta στη Συρία, στην Περσία Kaman και Nimasp, ενώ στην Τουρκία ήταν Yai. Στους Εβραίους ήταν γνωστός ως Kesheth, που σημαίνει και πάλι τόξο, ενώ ο Ριτσιόλι παραθέτει το Kertko για τους Χαλδαίους. Ορισμένοι πρώιμοι χάρτες απεικονίζουν παρόμοια τον Τοξότη ως ένα τόξο με ένα βέλος, μία ιδέα κυρίαρχη ιδιαιτέρως στην ασιατική Αστρονομία.
Κατά την αντιστοιχία των 12 ζωδίων με τις 12 φυλές του Ισραήλ, ήταν το έμβλημα των φυλών Εφραίμ και Μανασσή, από τις τελευταίες λέξεις του Ιακώβ προς τον Ιωσήφ.
Ο Νοβίδιος υποστήριξε πως ο Τοξότης ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ Ιωάς, που τοξεύει βέλη από το παράθυρο προς τα ανατολικά κατά την εντολή του θνήσκοντος Ελισσαίου. Αλλά η βιβλική «σχολή» ταύτιζε γενικώς τον αστερισμό με τον Απόστολο Ματθαίο, παρότι ο Καίσιος ισχυρίσθηκε ότι ήταν ο Ισμαήλ.
Η πρώτη καταγραμμένη απεικόνιση του Τοξότου βρίσκεται στην περιγραφή του από τον Ερατοσθένη ως Σατύρου, που ίσως προήλθε από τα χαρακτηριστικά του πρωταρχικού Κενταύρου στη Μεσοποταμία, του Hea-bani. Αλλά ο Μανίλιος τον αναφέρει ως «γνήσιο» Κένταυρο με απειλητικό βλέμμα, πολύ διαφορετικό από τον ευγενικό και ήρεμο στην όψη Κένταυρο Χείρωνα. Αλλά άλλοι θεωρούν τον Τοξότη ως τον Χείρωνα. Το βέλος του Τοξότη σημαδεύει πάντα την καρδιά του Σκορπιού.
Σφηνοειδείς επιγραφές στη Μεσοποταμία περιγράφουν τον Τοξότη ως τον «Ισχυρό», τον «Γίγαντα Βασιλέα του Πολέμου» και τον «Φωτιστή της Μεγάλης Πόλεως», ταυτίζοντάς τον έτσι με τον τοξότη θεό του πολέμου, τον Νεργκάλ, ή θέτοντάς τον υπό την προστασία του. Φαίνεται επίσης ότι ήταν σύμβολο του ανατέλλοντα ήλιου. Οι Ασσύριοι τον συνέδεαν με τον ένατο μήνα τους, τον Kislivu (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), όπως και τον Ωρίωνα. Στην ύστερη αρχαία Αίγυπτο, στον ζωδιακό της Δενδερά, ο Τοξότης απεικονίζεται με την προσθήκη ενός προσώπου λιονταριού, δηλαδή διπρόσωπος, πιθανότατα μια επίδραση από την ταύτιση από τους Βαβυλωνίους με τον θεό τους Pabilsag (ο Pabilsag είχε φτερούγες και κεφάλι λιονταριού), ενώ ο Αθανάσιος Κίρχερ παραθέτει το όνομα Πιμάηρε από τους Κόπτες (Statio Amoenitatis). Αρχαίο χειρόγραφο φέρει πιθανότατα στη θέση του Τοξότου μία «κενταυροειδή» μορφή, τον Astronochus.
Στην Ινδία ο Τοξότης ήταν αρχικώς ένα άλογο, μία αλογοκεφαλή ή ένας ιππέας, Acvini. O Al Biruni έγραψε ότι ο αστερισμός ήταν ο σανσκριτικός Dhan(as)u, ο Dhamsu των Ταμίλ. Αργότερα, υπό την παρετυμολογική έλξη της ελληνικής ονομασίας, η ινδική μετατράπηκε σε Taukshika.
Στην αρχαία Αραβία οι δύο μικρές συναστρώσεις που σημειώνουν σήμερα τη μύτη και την ουρά του βέλους του Τοξότη ήταν η μεν δυτική (αστέρες γ, δ, ε και η Τοξότου) Al Na'am al Warid, οι «Στρουθοκάμηλοι που Πηγαίνουν», η δε ανατολική (αστέρες σ, ζ, φ, χ και τ) Al Na'am al Sadirah, οι «Στρουθοκάμηλοι που Επιστρέφουν», ενώ ο αστέρας λ ήταν ο φύλακάς τους. Αντιθέτως ο Al Jauhari παρομοίασε τους αστέρες αυτούς με αναποδογυρισμένη καρέκλα. Ο 18ος πάντως manzil των Αράβων (σεληνιακός οίκος ή ορθότερα «στάση») ήταν ο Al Na'am, ενώ ο 19ος manzil ήταν επίσης μέσα στα όρια του σημερινού Τοξότου και ονομαζόταν Al Baldah, η Πόλη ή η Περιοχή, καθώς μοιάζει κενός από αστέρες. Η συνάστρωση των τ, ν, ψ, ω και ζ Τοξότου, που επίσης είναι διατεταγμένοι τοξοειδώς, ήταν το Kiladah (το περιδέραιο) και Al Udhiyy η φωλιά (της στρουθοκαμήλου...).
Στην Κίνα ο Τοξότης σχημάτιζε επίσης δύο σεληνιακούς οίκους, τον νοτιότερο Ki (= κόσκινο) και τον βορειότερο Tew, Tow ή Nan Tow (= μεγάλη κουτάλα για σερβίρισμα π.χ. σούπας). Οι αστέρες του δεύτερου οίκου λατρεύονταν ιδιαιτέρως από το 1000 π.Χ. ήδη, μάλιστα ήταν γνωστοί και ως Ναός. Ολόκληρος όμως ο αστερισμός ήταν για τους Κινέζους η Τίγρις, ή το Sei Mu (= το κλαδεμένο δέντρο ή τα κομμένα κλαδιά).
Ως ζωδιακός αστερισμός, ο Τοξότης συνδέθηκε με την Αστρολογία, πολλές προλήψεις και θρύλους. Οι αρχαίοι αστρολόγοι τον θεωρούσαν τον Οίκο του Διός, επειδή ο πλανήτης Δίας υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε σε αυτόν, την «τιμή» αυτή πάντως μοιραζόταν με τον Υδροχόο και τον Λέοντα. Αλλά ο Τοξότης ήταν και το ζώδιο της Αρτέμιδος, και τον αποκαλούσαν Dianae Sidus. Πίστευαν ότι είναι γενικώς γόνιμο ζώδιο, από την εποχή ήδη των Βαβυλωνίων. Θεωρήθηκε ότι επιδρά ιδιαιτέρως σε χώρες όπως η Ευδαίμων Αραβία, η Ουγγαρία, η Λιγουρία, η Μοραβία, η Ισπανία, και σε πόλεις όπως η Αβινιόν και η Κολωνία, ενώ ο Μανίλιος έγραψε ότι «κυβερνούσε» την Κρήτη, το Λάτιο και την Τρινακρία (Σικελία). Τα χρώματα του ζωδίου ήταν το κίτρινο και το πρασινοκόκκινο.
Στην εποχή μας ο `Ηλιος βρίσκεται (όπως φαίνεται από τη Γη) μέσα στα όρια του Τοξότου από τις 19 Δεκεμβρίου ως τις 20 Ιανουαρίου, και οι ημερομηνίες αυτές μετατίθενται προς τα εμπρός με ρυθμό 1 ημέρα ανά 71,1 έτη.
Πηγή: Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
O Άρατος δίνει για τον Τοξότη τα ονόματα Τοξευτής και Ρύτωρ τόξου (αυτός που τεντώνει το τόξο). Σε άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς συναντάμε και την παραλλαγή Τοξευτήρ, ενώ οι Ερατοσθένης, Ίππαρχος, Πλούταρχος και Πτολεμαίος συμφωνούν στο Τοξοτής. Ο Βρετανός ανατολιστής Thomas Hyde (1636-1703) παραθέτει την ελληνική ονομασία Βελοκράτωρ. Το Ιππότης αναφέρεται και στον Κένταυρο.
Ανάλογες είναι οι παραλλαγές και στα λατινικά: Sagittifer στον Μανίλιο, Sagittiger στον Αβιηνό, Sagittipotens στον Κικέρωνα. Ο Υγίνος ονομάζει τον Τοξότη Croton, γελαδάρη, ενώ τα Antepes, Antepedes του Κικέρωνα μπορεί να αφορούν και τον Κένταυρο.
Ο «Άτλας» του Flamsteed δίνει το όνομα Sagittary, ονομασία που απαντάται και στον Σαίξπηρ. Οι Αγγλοσάξονες του Μεσαίωνα αποκαλούσαν τον Τοξότη Scytta.
Κάποιες φορές το όλο προσωποποιήθηκε στα μέρη του, όπως με την ονομασία Τόξον στον Άρατο που έδωσε το Arcus του Κικέρωνα και του Γερμανικού (σημειώνεται και στη λατινική έκδοση της Αλμαγέστης) και το Haemonios Arcus του Οβιδίου. Στην αρχαία Αίγυπτο επίσης πιθανολογείται ότι στον Τοξότη αντιστοιχούσαν ένα βέλος που κρατείται από ένα χέρι. Ο Bayer πάλι αναφέρει το Φαρέτρα. Σε διάφορες γλώσσες ο Τοξότης λεγόταν «τόξο»: Al Kaus στην Αραβία, που παραφθάρηκε σε Elkausu, Elkusu (Alkauuso στον Schickard), Keshta στη Συρία, στην Περσία Kaman και Nimasp, ενώ στην Τουρκία ήταν Yai. Στους Εβραίους ήταν γνωστός ως Kesheth, που σημαίνει και πάλι τόξο, ενώ ο Ριτσιόλι παραθέτει το Kertko για τους Χαλδαίους. Ορισμένοι πρώιμοι χάρτες απεικονίζουν παρόμοια τον Τοξότη ως ένα τόξο με ένα βέλος, μία ιδέα κυρίαρχη ιδιαιτέρως στην ασιατική Αστρονομία.
Κατά την αντιστοιχία των 12 ζωδίων με τις 12 φυλές του Ισραήλ, ήταν το έμβλημα των φυλών Εφραίμ και Μανασσή, από τις τελευταίες λέξεις του Ιακώβ προς τον Ιωσήφ.
Ο Νοβίδιος υποστήριξε πως ο Τοξότης ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ Ιωάς, που τοξεύει βέλη από το παράθυρο προς τα ανατολικά κατά την εντολή του θνήσκοντος Ελισσαίου. Αλλά η βιβλική «σχολή» ταύτιζε γενικώς τον αστερισμό με τον Απόστολο Ματθαίο, παρότι ο Καίσιος ισχυρίσθηκε ότι ήταν ο Ισμαήλ.
Η πρώτη καταγραμμένη απεικόνιση του Τοξότου βρίσκεται στην περιγραφή του από τον Ερατοσθένη ως Σατύρου, που ίσως προήλθε από τα χαρακτηριστικά του πρωταρχικού Κενταύρου στη Μεσοποταμία, του Hea-bani. Αλλά ο Μανίλιος τον αναφέρει ως «γνήσιο» Κένταυρο με απειλητικό βλέμμα, πολύ διαφορετικό από τον ευγενικό και ήρεμο στην όψη Κένταυρο Χείρωνα. Αλλά άλλοι θεωρούν τον Τοξότη ως τον Χείρωνα. Το βέλος του Τοξότη σημαδεύει πάντα την καρδιά του Σκορπιού.
Σφηνοειδείς επιγραφές στη Μεσοποταμία περιγράφουν τον Τοξότη ως τον «Ισχυρό», τον «Γίγαντα Βασιλέα του Πολέμου» και τον «Φωτιστή της Μεγάλης Πόλεως», ταυτίζοντάς τον έτσι με τον τοξότη θεό του πολέμου, τον Νεργκάλ, ή θέτοντάς τον υπό την προστασία του. Φαίνεται επίσης ότι ήταν σύμβολο του ανατέλλοντα ήλιου. Οι Ασσύριοι τον συνέδεαν με τον ένατο μήνα τους, τον Kislivu (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), όπως και τον Ωρίωνα. Στην ύστερη αρχαία Αίγυπτο, στον ζωδιακό της Δενδερά, ο Τοξότης απεικονίζεται με την προσθήκη ενός προσώπου λιονταριού, δηλαδή διπρόσωπος, πιθανότατα μια επίδραση από την ταύτιση από τους Βαβυλωνίους με τον θεό τους Pabilsag (ο Pabilsag είχε φτερούγες και κεφάλι λιονταριού), ενώ ο Αθανάσιος Κίρχερ παραθέτει το όνομα Πιμάηρε από τους Κόπτες (Statio Amoenitatis). Αρχαίο χειρόγραφο φέρει πιθανότατα στη θέση του Τοξότου μία «κενταυροειδή» μορφή, τον Astronochus.
Στην Ινδία ο Τοξότης ήταν αρχικώς ένα άλογο, μία αλογοκεφαλή ή ένας ιππέας, Acvini. O Al Biruni έγραψε ότι ο αστερισμός ήταν ο σανσκριτικός Dhan(as)u, ο Dhamsu των Ταμίλ. Αργότερα, υπό την παρετυμολογική έλξη της ελληνικής ονομασίας, η ινδική μετατράπηκε σε Taukshika.
Στην αρχαία Αραβία οι δύο μικρές συναστρώσεις που σημειώνουν σήμερα τη μύτη και την ουρά του βέλους του Τοξότη ήταν η μεν δυτική (αστέρες γ, δ, ε και η Τοξότου) Al Na'am al Warid, οι «Στρουθοκάμηλοι που Πηγαίνουν», η δε ανατολική (αστέρες σ, ζ, φ, χ και τ) Al Na'am al Sadirah, οι «Στρουθοκάμηλοι που Επιστρέφουν», ενώ ο αστέρας λ ήταν ο φύλακάς τους. Αντιθέτως ο Al Jauhari παρομοίασε τους αστέρες αυτούς με αναποδογυρισμένη καρέκλα. Ο 18ος πάντως manzil των Αράβων (σεληνιακός οίκος ή ορθότερα «στάση») ήταν ο Al Na'am, ενώ ο 19ος manzil ήταν επίσης μέσα στα όρια του σημερινού Τοξότου και ονομαζόταν Al Baldah, η Πόλη ή η Περιοχή, καθώς μοιάζει κενός από αστέρες. Η συνάστρωση των τ, ν, ψ, ω και ζ Τοξότου, που επίσης είναι διατεταγμένοι τοξοειδώς, ήταν το Kiladah (το περιδέραιο) και Al Udhiyy η φωλιά (της στρουθοκαμήλου...).
Στην Κίνα ο Τοξότης σχημάτιζε επίσης δύο σεληνιακούς οίκους, τον νοτιότερο Ki (= κόσκινο) και τον βορειότερο Tew, Tow ή Nan Tow (= μεγάλη κουτάλα για σερβίρισμα π.χ. σούπας). Οι αστέρες του δεύτερου οίκου λατρεύονταν ιδιαιτέρως από το 1000 π.Χ. ήδη, μάλιστα ήταν γνωστοί και ως Ναός. Ολόκληρος όμως ο αστερισμός ήταν για τους Κινέζους η Τίγρις, ή το Sei Mu (= το κλαδεμένο δέντρο ή τα κομμένα κλαδιά).
Ως ζωδιακός αστερισμός, ο Τοξότης συνδέθηκε με την Αστρολογία, πολλές προλήψεις και θρύλους. Οι αρχαίοι αστρολόγοι τον θεωρούσαν τον Οίκο του Διός, επειδή ο πλανήτης Δίας υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε σε αυτόν, την «τιμή» αυτή πάντως μοιραζόταν με τον Υδροχόο και τον Λέοντα. Αλλά ο Τοξότης ήταν και το ζώδιο της Αρτέμιδος, και τον αποκαλούσαν Dianae Sidus. Πίστευαν ότι είναι γενικώς γόνιμο ζώδιο, από την εποχή ήδη των Βαβυλωνίων. Θεωρήθηκε ότι επιδρά ιδιαιτέρως σε χώρες όπως η Ευδαίμων Αραβία, η Ουγγαρία, η Λιγουρία, η Μοραβία, η Ισπανία, και σε πόλεις όπως η Αβινιόν και η Κολωνία, ενώ ο Μανίλιος έγραψε ότι «κυβερνούσε» την Κρήτη, το Λάτιο και την Τρινακρία (Σικελία). Τα χρώματα του ζωδίου ήταν το κίτρινο και το πρασινοκόκκινο.
Στην εποχή μας ο `Ηλιος βρίσκεται (όπως φαίνεται από τη Γη) μέσα στα όρια του Τοξότου από τις 19 Δεκεμβρίου ως τις 20 Ιανουαρίου, και οι ημερομηνίες αυτές μετατίθενται προς τα εμπρός με ρυθμό 1 ημέρα ανά 71,1 έτη.
Πηγή: Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου