Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρίτσαρντ Κέλι είναι μία ιδιόρρυθμη ταινία της ανεξάρτητης κινηματογραφικής σκηνής των ΗΠΑ, η οποία πλέον αποτελεί αντικείμενο λατρείας: απορρίφθηκε από την πλειονότητα του κοινού στον απόηχο της Ενδεκάτης Σεπτεμβρίου, αποτέλεσε εμπορική αποτυχία στις αίθουσες και αγαπήθηκε από μία μικρή ομάδα σινεφίλ – ως γνήσιο τέκνο της καινοτόμου δημιουργικότητας και της πρωτότυπης καλλιτεχνικής έκφρασης – για να καταστεί τελικά, τελείως απρόσμενα, μεγάλη επιτυχία στην οικιακή αγορά των DVD. Δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί αυστηρά καθώς πατά σε πληθώρα ειδών ταυτόχρονα – θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, εφηβικό ρομάντζο ενηλικίωσης και μεταφυσικό δράμα.
Ο ήρωας του τίτλου – μία συγκρατημένη, όχι όμως και υποδειγματική ερμηνεία από τον νεαρό τότε Τζέικ Γκάιλενχαλ – είναι ένας βασανισμένος έφηβος με ιστορικό σχιζοφρένειας και υπνοβασίας, σε ένα ήσυχο προάστιο των ΗΠΑ του 1988. Βλέπει τακτικά μία ψυχίατρο και υφίσταται θεραπεία με ψυχοφάρμακα. Η ζωή του ακροβατεί ανάμεσα σε φυσιολογικές καταστάσεις (η τυπική μικροαστική πενταμελής οικογένειά του, η φοίτησή του στο Λύκειο της επαρχιακής του πόλης, η αφύπνιση του ερωτικού ενστίκτου) και τρομακτικά οράματα με φανταστικά πρόσωπα που ο ίδιος πιστεύει ότι είναι προϊόν του διαταραγμένου μυαλού του. Όταν όμως ένα τέτοιο πρόσωπο, ο τεράστιος ομιλούν λαγός Φρανκ, τον ειδοποιεί να φύγει από το δωμάτιό του αμέσως πριν συντριβεί μυστηριωδώς σε αυτό ένας κινητήρας αεριωθούμενου αεροπλάνου, σώζοντας έτσι τη ζωή του, τα πάντα αλλάζουν. Κατά τη διάρκεια του οράματος ο Φρανκ προλέγει πως ο κόσμος θα καταστραφεί σε 28 ημέρες, ενώ το άλλο πρωί ο Ντόνι αντιλαμβάνεται πως κανένα αεροπλάνο δεν έχασε τον κινητήρα του σύμφωνα με τις Αρχές και ότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει την προέλευση της τουρμπίνας που κατέστρεψε το σπίτι του. Τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες ο Ντόνι, ακολουθώντας τις συμβουλές του Φρανκ, θα αναμιχθεί σε καταστάσεις αλλόκοτες και τρομακτικές, θα ξεσκεπάσει το αμαρτωλό παρελθόν ορισμένων κατοίκων της πόλης, θα γνωρίσει μία κοπέλα με την οποία θα εκτονώσει την αναπτυγμένη του σεξουαλικότητα και θα αντιμετωπίσει τη μοναξιά του, θα γνωρίσει αλήθειες για τη ζωή, τον θάνατο, το ταξίδι στον χρόνο, την αναζήτηση του Θεού και ότι «κάθε πλάσμα σ’ αυτή τη Γη πεθαίνει μόνο». Το φινάλε, τη νύχτα του Χαλογουίν και λίγο πριν την αναμενόμενη Αποκάλυψη, επαναφέρει την ιστορία εκεί που άρχισε – μόνο που τα γεγονότα αυτή τη φορά θα εκτυλιχθούν διαφορετικά…
Ο ήρωας του τίτλου – μία συγκρατημένη, όχι όμως και υποδειγματική ερμηνεία από τον νεαρό τότε Τζέικ Γκάιλενχαλ – είναι ένας βασανισμένος έφηβος με ιστορικό σχιζοφρένειας και υπνοβασίας, σε ένα ήσυχο προάστιο των ΗΠΑ του 1988. Βλέπει τακτικά μία ψυχίατρο και υφίσταται θεραπεία με ψυχοφάρμακα. Η ζωή του ακροβατεί ανάμεσα σε φυσιολογικές καταστάσεις (η τυπική μικροαστική πενταμελής οικογένειά του, η φοίτησή του στο Λύκειο της επαρχιακής του πόλης, η αφύπνιση του ερωτικού ενστίκτου) και τρομακτικά οράματα με φανταστικά πρόσωπα που ο ίδιος πιστεύει ότι είναι προϊόν του διαταραγμένου μυαλού του. Όταν όμως ένα τέτοιο πρόσωπο, ο τεράστιος ομιλούν λαγός Φρανκ, τον ειδοποιεί να φύγει από το δωμάτιό του αμέσως πριν συντριβεί μυστηριωδώς σε αυτό ένας κινητήρας αεριωθούμενου αεροπλάνου, σώζοντας έτσι τη ζωή του, τα πάντα αλλάζουν. Κατά τη διάρκεια του οράματος ο Φρανκ προλέγει πως ο κόσμος θα καταστραφεί σε 28 ημέρες, ενώ το άλλο πρωί ο Ντόνι αντιλαμβάνεται πως κανένα αεροπλάνο δεν έχασε τον κινητήρα του σύμφωνα με τις Αρχές και ότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει την προέλευση της τουρμπίνας που κατέστρεψε το σπίτι του. Τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες ο Ντόνι, ακολουθώντας τις συμβουλές του Φρανκ, θα αναμιχθεί σε καταστάσεις αλλόκοτες και τρομακτικές, θα ξεσκεπάσει το αμαρτωλό παρελθόν ορισμένων κατοίκων της πόλης, θα γνωρίσει μία κοπέλα με την οποία θα εκτονώσει την αναπτυγμένη του σεξουαλικότητα και θα αντιμετωπίσει τη μοναξιά του, θα γνωρίσει αλήθειες για τη ζωή, τον θάνατο, το ταξίδι στον χρόνο, την αναζήτηση του Θεού και ότι «κάθε πλάσμα σ’ αυτή τη Γη πεθαίνει μόνο». Το φινάλε, τη νύχτα του Χαλογουίν και λίγο πριν την αναμενόμενη Αποκάλυψη, επαναφέρει την ιστορία εκεί που άρχισε – μόνο που τα γεγονότα αυτή τη φορά θα εκτυλιχθούν διαφορετικά…
Εκ πρώτης όψεως έχουμε έναν περίπλοκο χωροχρονικό γρίφο με μη γραμμική αφήγηση, στο ύφος των Δώδεκα πιθήκων ή της Οδού Μαλχόλαντ, όπου όμως ελάχιστα από τα κλειδιά για την κατανόηση των δρώμενων δίνονται στην ίδια την ταινία. Πραγματικά, λίγοι κατάλαβαν τι είδαν μόλις τελείωσε η πρώτη θέαση του σχεδόν σουρεαλιστικού αυτού φιλμ. Το Ντόνι Ντάρκο είναι από εκείνα τα κινηματογραφικά δημιουργήματα που απαιτούν συνεχή εγρήγορση, σκέψη και συσχέτιση δεδομένων από το κοινό για να γίνει κατανοητή η πλοκή του. Ως ενδεικτικό στοιχείο της ηλεκτρονικής εποχής μας και της σύγκλισης των αφηγηματικών μέσων, απαραίτητο βήμα για την αποκρυπτογράφηση της αινιγματικής ιστορίας είναι η επίσκεψη στον διαδικτυακό τόπο της ταινίας, όπου παρέχεται ένας τεράστιος όγκος πρόσθετων δεδομένων και επεξηγήσεων. Σε τελική ανάλυση όμως δευτερεύουσα σημασία έχει η πλήρης αφομοίωση της πλοκής. Ακριβώς όπως και στην Οδό Μαλχόλαντ του ίδιου έτους, η ευχαρίστηση απορρέει από το κλίμα μυστηρίου και το κέντημα δευτερευόντων ιστοριών με τη βασική πλοκή, οι οποίες κάπου συναντιούνται και κάπου αποκλίνουν, ενώ η χρονική αλληλουχία παύει να ισχύει. Απομένει ένα θαυμάσιο σύνολο από εικόνες και καταστάσεις, ένα γοητευτικό παζλ από το οποίο δεν μπορεί να αφαιρεθεί τίποτα. Με επιμονή, υπομονή, αναζήτηση και πολλαπλές θεάσεις, το κοινό ανταμείβεται ωστόσο με μία γριφώδη αλλά κατανοητή ιστορία.
Στην πραγματικότητα τα βαθύτερα επίπεδα της ταινίας είναι που την καθιστούν ξεχωριστή. Κάτω από το αίνιγμα της πλοκής κρύβεται μία θρησκευτική μεταφορά για την αναζήτηση του Θεού και την υποτιθέμενη μεταθανάτια πορεία της ψυχής. Οι μεταφυσικοί και θεολογικοί συμβολισμοί είναι διάσπαρτοι, ο αγνωστικιστής πρωταγωνιστής – προικισμένος με ξεχωριστές ικανότητες και όνομα που παραπέμπει σε υπερήρωα των κόμικς – παρομοιάζεται εμμέσως με έναν Μεσσία καθοδηγούμενο από αγγέλους και γνώστη του πεπρωμένου, προορισμένου να σώσει με τις πράξεις του τον απειλούμενο κόσμο. Μία αλληλουχία συμβάντων φαινομενικά ασύνδετων θα γίνουν η αιτία για το εκπληκτικό φινάλε, όπου ο εσωτερικά διαφωτισμένος από την περιπέτειά του Ντόνι θα αφεθεί στα χέρια μίας μοίρας που γνωρίζει ότι τελικά δεν είναι τόσο ζοφερή. Έχοντας καταφέρει (;) να διασώσει την κοπέλα του από βέβαιο θάνατο, αντιλαμβάνεται ικανοποιημένος πως μπορεί μεν εδώ κάθε πλάσμα να πεθαίνει μόνο του, αλλά επειδή το περιμένει ένα καλύτερο μέρος.
Σε ακόμα βαθύτερο επίπεδο το φιλμ μπορεί να ιδωθεί ως μία υπόγεια και διακριτική σάτιρα του δυτικού τρόπου ζωής και των σύγχρονων αξιών του. Από την πρώτη σκηνή βλέπουμε την τυπική οικογένεια του Ντόνι, φαινομενικά ιδανική, να διαλύεται εν μέσω βωμολοχιών. Με παρόμοιο τρόπο στη συνέχεια αποδομούνται στερεότυπα για τους μετανάστες, για τα κόμικς, για τη νεοεποχίτικη φιλοσοφία, για τον ρόλο του σχολείου, για τους εφηβικούς έρωτες, για τον υποκριτικό συντηρητισμό της χριστιανικής Δεξιάς κλπ. Όλος ο μεσοαστικός τρόπος ζωής των ΗΠΑ και οι κατεστημένες αντιλήψεις στο υπόβαθρό του παρελαύνουν και καυτηριάζονται διακριτικά, σχεδόν ασυνείδητα, σε δύο ώρες δημιουργικού σινεμά. Δεν είναι τυχαίο ότι η ευφυής δομή της ταινίας παραπέμπει σε εφηβικό ρομαντικό δράμα ενηλικίωσης, με τα φανταστικά στοιχεία σποραδικά μόνο να κάνουν την εμφάνισή τους – μέχρι βεβαίως την τραγική κορύφωση όπου επικρατούν. Δικαίως το σενάριο του φιλμ βραβεύτηκε σε δύο διοργανώσεις το 2001.
Η σκηνοθεσία παλινδρομεί από απλώς ικανοποιητική έως υποδειγματική. Μέσα από ατμοσφαιρικές και απόκοσμες σεκάνς τονίζει την αίσθηση σύγχυσης και απόγνωσης του πρωταγωνιστή, ενώ τα πάντα απεικονίζονται μέσα από τα δικά του τυραννημένα μάτια. Ο θεατής βλέπει τα πρόσωπα, τις καταστάσεις και τα αντικείμενα όπως τα αντιλαμβάνεται το εφηβικό μάτι του ψυχασθενούς Ντόνι• το μοντάζ, η φωτογραφία και οι κινήσεις της κάμερας συμβάλλουν σ’ αυτό. Η σκοτεινή αισθητική, η οποία άλλοτε παραπέμπει στο σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς και άλλοτε σε βιντεοκλίπ, ενισχύεται από τις αξιοπρόσεκτες ερμηνείες των περισσότερων συντελεστών – συμπεριλαμβανομένων, των δύο αστέρων που κρατούν δεύτερους ρόλους (Ντριου Μπάριμορ, παραγωγός του φιλμ, και Πάτρικ Σουέιζ), μα και της εξαιρετικής Μέρι ΜακΝτόνελ (περισσότερο γνωστής τώρα από την τηλεοπτική σειρά Μπάτλσταρ Γκαλάκτικα, των περιόδων 2004 – 2009) στον ρόλο της μητέρας του πρωταγωνιστή· ικανής να εξωτερικεύσει τον πόνο της απλώς με ένα βλέμμα. Η προσεγμένη μουσική επένδυση της ταινίας αναδίδει ένα ευχάριστο αλλά ταιριαστό ρετρό κλίμα δεκαετίας του 1980 με ποπ και ροκ επιτυχίες της εποχής, επιλεκτικά τοποθετημένες σε σκηνές τις οποίες φορτίζουν συναισθηματικά. Αν εξέλιπαν και οι μάλλον περιττές, επαναλαμβανόμενες αναφορές του σεναρίου στην προεκλογική πολιτική εκστρατεία των ΗΠΑ του 1988 (με σκοπό προφανώς να εντυπωθεί στον θεατή το ρετρό κλίμα), όλα θα έμοιαζαν υπέροχα.
Το 2004 κυκλοφόρησε κατευθείαν σε οικιακό μέσο (DVD) η τελική εκδοχή της ταινίας από τον σκηνοθέτη, με είκοσι πρόσθετα λεπτά σε σχέση με την κινηματογραφική έκδοση, βαθύτερη ανάπτυξη ορισμένων χαρακτήρων, ελαφρώς τροποποιημένη ηχητική επένδυση και κάπως πιο ευδιάκριτη πλοκή, με ορισμένα κλειδιά κατανόησης της ιστορίας από την ιστοσελίδα του φιλμ να ενσωματώνονται στην αφήγηση. Το γεγονός αυτό δυσαρέστησε μερίδα του κοινού και των κριτικών, καθώς ένα από τα γοητευτικότερα στοιχεία της αρχικής κινηματογραφικής εκδοχής ήταν η μαεστρικά ελλειπτική και αινιγματική πλοκή της.
Πηγή http://concretereviews.blogspot.gr/
Στην πραγματικότητα τα βαθύτερα επίπεδα της ταινίας είναι που την καθιστούν ξεχωριστή. Κάτω από το αίνιγμα της πλοκής κρύβεται μία θρησκευτική μεταφορά για την αναζήτηση του Θεού και την υποτιθέμενη μεταθανάτια πορεία της ψυχής. Οι μεταφυσικοί και θεολογικοί συμβολισμοί είναι διάσπαρτοι, ο αγνωστικιστής πρωταγωνιστής – προικισμένος με ξεχωριστές ικανότητες και όνομα που παραπέμπει σε υπερήρωα των κόμικς – παρομοιάζεται εμμέσως με έναν Μεσσία καθοδηγούμενο από αγγέλους και γνώστη του πεπρωμένου, προορισμένου να σώσει με τις πράξεις του τον απειλούμενο κόσμο. Μία αλληλουχία συμβάντων φαινομενικά ασύνδετων θα γίνουν η αιτία για το εκπληκτικό φινάλε, όπου ο εσωτερικά διαφωτισμένος από την περιπέτειά του Ντόνι θα αφεθεί στα χέρια μίας μοίρας που γνωρίζει ότι τελικά δεν είναι τόσο ζοφερή. Έχοντας καταφέρει (;) να διασώσει την κοπέλα του από βέβαιο θάνατο, αντιλαμβάνεται ικανοποιημένος πως μπορεί μεν εδώ κάθε πλάσμα να πεθαίνει μόνο του, αλλά επειδή το περιμένει ένα καλύτερο μέρος.
Σε ακόμα βαθύτερο επίπεδο το φιλμ μπορεί να ιδωθεί ως μία υπόγεια και διακριτική σάτιρα του δυτικού τρόπου ζωής και των σύγχρονων αξιών του. Από την πρώτη σκηνή βλέπουμε την τυπική οικογένεια του Ντόνι, φαινομενικά ιδανική, να διαλύεται εν μέσω βωμολοχιών. Με παρόμοιο τρόπο στη συνέχεια αποδομούνται στερεότυπα για τους μετανάστες, για τα κόμικς, για τη νεοεποχίτικη φιλοσοφία, για τον ρόλο του σχολείου, για τους εφηβικούς έρωτες, για τον υποκριτικό συντηρητισμό της χριστιανικής Δεξιάς κλπ. Όλος ο μεσοαστικός τρόπος ζωής των ΗΠΑ και οι κατεστημένες αντιλήψεις στο υπόβαθρό του παρελαύνουν και καυτηριάζονται διακριτικά, σχεδόν ασυνείδητα, σε δύο ώρες δημιουργικού σινεμά. Δεν είναι τυχαίο ότι η ευφυής δομή της ταινίας παραπέμπει σε εφηβικό ρομαντικό δράμα ενηλικίωσης, με τα φανταστικά στοιχεία σποραδικά μόνο να κάνουν την εμφάνισή τους – μέχρι βεβαίως την τραγική κορύφωση όπου επικρατούν. Δικαίως το σενάριο του φιλμ βραβεύτηκε σε δύο διοργανώσεις το 2001.
Η σκηνοθεσία παλινδρομεί από απλώς ικανοποιητική έως υποδειγματική. Μέσα από ατμοσφαιρικές και απόκοσμες σεκάνς τονίζει την αίσθηση σύγχυσης και απόγνωσης του πρωταγωνιστή, ενώ τα πάντα απεικονίζονται μέσα από τα δικά του τυραννημένα μάτια. Ο θεατής βλέπει τα πρόσωπα, τις καταστάσεις και τα αντικείμενα όπως τα αντιλαμβάνεται το εφηβικό μάτι του ψυχασθενούς Ντόνι• το μοντάζ, η φωτογραφία και οι κινήσεις της κάμερας συμβάλλουν σ’ αυτό. Η σκοτεινή αισθητική, η οποία άλλοτε παραπέμπει στο σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς και άλλοτε σε βιντεοκλίπ, ενισχύεται από τις αξιοπρόσεκτες ερμηνείες των περισσότερων συντελεστών – συμπεριλαμβανομένων, των δύο αστέρων που κρατούν δεύτερους ρόλους (Ντριου Μπάριμορ, παραγωγός του φιλμ, και Πάτρικ Σουέιζ), μα και της εξαιρετικής Μέρι ΜακΝτόνελ (περισσότερο γνωστής τώρα από την τηλεοπτική σειρά Μπάτλσταρ Γκαλάκτικα, των περιόδων 2004 – 2009) στον ρόλο της μητέρας του πρωταγωνιστή· ικανής να εξωτερικεύσει τον πόνο της απλώς με ένα βλέμμα. Η προσεγμένη μουσική επένδυση της ταινίας αναδίδει ένα ευχάριστο αλλά ταιριαστό ρετρό κλίμα δεκαετίας του 1980 με ποπ και ροκ επιτυχίες της εποχής, επιλεκτικά τοποθετημένες σε σκηνές τις οποίες φορτίζουν συναισθηματικά. Αν εξέλιπαν και οι μάλλον περιττές, επαναλαμβανόμενες αναφορές του σεναρίου στην προεκλογική πολιτική εκστρατεία των ΗΠΑ του 1988 (με σκοπό προφανώς να εντυπωθεί στον θεατή το ρετρό κλίμα), όλα θα έμοιαζαν υπέροχα.
Το 2004 κυκλοφόρησε κατευθείαν σε οικιακό μέσο (DVD) η τελική εκδοχή της ταινίας από τον σκηνοθέτη, με είκοσι πρόσθετα λεπτά σε σχέση με την κινηματογραφική έκδοση, βαθύτερη ανάπτυξη ορισμένων χαρακτήρων, ελαφρώς τροποποιημένη ηχητική επένδυση και κάπως πιο ευδιάκριτη πλοκή, με ορισμένα κλειδιά κατανόησης της ιστορίας από την ιστοσελίδα του φιλμ να ενσωματώνονται στην αφήγηση. Το γεγονός αυτό δυσαρέστησε μερίδα του κοινού και των κριτικών, καθώς ένα από τα γοητευτικότερα στοιχεία της αρχικής κινηματογραφικής εκδοχής ήταν η μαεστρικά ελλειπτική και αινιγματική πλοκή της.
Πηγή http://concretereviews.blogspot.gr/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου