Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κυβερνοπάνκ (cyberpunk)

Το κυβερνοπάνκ είναι ένα λογοτεχνικό ρεύμα επιστημονικής φαντασίας το οποίο εμφανίστηκε στα γραπτά ενός κύκλου Αμερικανών συγγραφέων κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και επικράτησε στον χώρο ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Χαρακτηρίζεται από αναφορές στον υπόκοσμο της υψηλής τεχνολογίας του άμεσου μέλλοντος, επικεντρωμένης σε προϊόντα πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών και γενετικής μηχανικής, σε ένα συνήθως δυστοπικό, μεταβιομηχανικό κοινωνικό σκηνικό.



Ιστορικό

Πρόγονοι του κυβερνοπάνκ μπορούν να ανιχνευθούν στα σκοτεινά γραπτά του Φίλιπ Ντικ, όπου η πραγματικότητα είναι ρευστή, οι μηχανές νοήμονες και το κοινωνικό καθεστώςαπολυταρχικό, και σχεδόν σε κάθε δυστοπία που γράφτηκε κατά τον 20ο αιώνα. Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο Χάρλαν Έλισον και ο Άλφρεντ Μπέστερ συνήθως θεωρούνται προγενέστεροι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας με θεματολογία που ταιριάζει στις νόρμες του κυβερνοπάνκ, ενώ όλο το Νέο Κύμα της δεκαετίας του '60 και του '70 παρουσίασε χαρακτηριστικά που κατόπιν θεωρήθηκαν θεμελιώδη στοιχεία του είδους: πεσιμισμός, κριτική στάση απέναντι στην τεχνολογία, θεματική στροφή στη Γη του εγγύς μέλλοντος.Έτσι το κυβερνοπάνκ δεν προέκυψε από παρθενογένεση αλλά από μία εμφανή προϋπάρχουσα τάση στην κοινότητα της επιστημονικής φαντασίας. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του '70 η τάση αυτή ενσωμάτωσε δύο νέα χαρακτηριστικά: τη διάδοση των, καινοτόμων τότε, μικροϋπολογιστών στην αμερικανική κοινωνία, συνοδευόμενη από υποκουλτούρες όπως αυτή των χάκερή των φρίκερ, καθώς και το αντικαθεστωτικό ξέσπασμα του πανκ κινήματος. Στον Καναδά και στις ΗΠΑ μία ομάδα ανήσυχων, μποέμ διανοούμενων συγγραφέων όπως ο Ουίλιαμ Γκίμπσον, οΤομ Μάντοξ, ο Τζον Σίρλεϊ και ο Μπρους Στέρλινγκ, μεγαλωμένοι με τα γραπτά των μπίτνικ και τα προστάγματα της αντικουλτούρας και του αντεργκράουντ της δεκαετίας του '60, ανέμειξαν αυτές τις τάσεις σε ένα καινούργιο μείγμα και τις συνδύασαν με αφηγηματικές μεθόδους καταγόμενες από τη νουάρ και από τη μεταμοντέρνα λογοτεχνία.Ως το 1980 το κυβερνοπάνκ είχε με αυτόν τον τρόπο γεννηθεί, αποτελώντας τη νέα, ριζοσπαστική τάση της επιστημονικής φαντασίας και μετεξέλιξη του Νέου Κύματος. Εκείνη τη χρονιά γράφτηκε το διήγημα Κυβερνοπάνκ του Μπρους Μπέθκε και τρία έτη μετά ο τίτλος του υιοθετήθηκε ως δηλωτικό όλου του νέου ρεύματος από τον Gardner Dozois, αρχισυντάκτη του αμερικανικού λογοτεχνικού περιοδικού Ιsaac Asimov's Science Fiction Magazine. Επιπλέον, ήδη από το 1982, η κινηματογραφική ταινία Μπλέιντ Ράνερ του Ρίντλεϊ Σκοτ, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ, κατόρθωσε να οπτικοποιήσει τα θεμελιώδη κυβερνοπάνκ στοιχεία και προβληματισμούς και να αποτυπώσει ένα νέο όραμα για το μέλλον. Το 1984 εκδόθηκε οΝευρομάντης του Γκίμπσον, το καθοριστικότερο κυβερνοπάνκ μυθιστόρημα, το οποίο κέρδισε τα τρία σπουδαιότερα βραβεία επιστημονικής φαντασίας και έφερε το νέο ρεύμα για τα καλά στο προσκήνιο. Το 1988 εμφανίστηκε το άνιμε Ακίρα εξ Ιαπωνίας, με καθαρά κυβερνοπάνκ προσανατολισμό, ενώ ήδη η σύντομη τηλεοπτική σειρά Max Headroom από τη Μεγάλη Βρετανία είχε διαδώσει ακόμα περισσότερο το είδος.Κατά τη δεκαετία του '90 το κυβερνοπάνκ έσπασε οριστικώς τα λογοτεχνικά σύνορα αλλά, παράλληλα, έχασε γρήγορα την αίγλη του. Οι τεχνολογίες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των τηλεπικοινωνιών και της γενετικής μηχανικής, από κοινού με την παγκοσμιοποίηση και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, προχωρούσαν πλέον τόσο γοργά και αναμειγνύονταν με την καθημερινή ζωή σε διεθνές επίπεδο τόσο πολύ που το τυπικό αφηγηματικό σκηνικό του κυβερνοπάνκ, κάποτε κλεφτή ματιά στο κοντινό μέλλον, έμοιαζε συνηθισμένο και απομυθοποιημένο. Ωστόσο το είδος δεν εξαφανίστηκε, απλώς έχασε τον αυτοτελή χαρακτήρα του επηρεάζοντας όμως βαθύτατα σχεδόν κάθε έκφανση του φανταστικού.

Χαρακτηριστικά

Τα μυθιστορήματα και διηγήματα που χαρακτηρίζονται κυβερνοπάνκ συνήθως εκτυλίσσονται στη Γη του κοντινού μέλλοντος, σε έναν μεταβιομηχανικό υπερκαπιταλιστικό κόσμο όπου τα ταξικά χάσματα, η παγκοσμιοποίηση και η ρύπανση του περιβάλλοντος έχουν φτάσει στον μέγιστο βαθμό. Η ιστορία δανείζεται στοιχεία από τη νουάρ αστυνομική λογοτεχνία και τον μεταμοντερνισμό, επικεντρωμένη σε πρωταγωνιστές από το κοινωνικό περιθώριο, τον υπόκοσμο ή τις τεχνολογικές υποκουλτούρες (π.χ. χάκερ ή μισθοφόροι). Για τους αντιήρωες αυτούς η υψηλή τεχνολογία αποτελεί καθημερινότητα, το περιβάλλον στο οποίο κινούνται, και όχι ερευνητική δραστηριότητα.Συνηθισμένα μοτίβα του κυβερνοπάνκ, και βασικά δομικά συστατικά της ταυτότητάς του, είναι οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι σε πολιτισμικά συστήματα αυξημένης τεχνολογικής ανάπτυξης, όπου κάποια εξουσία (μία τυραννική κυβέρνηση, μία ομάδα από ισχυρές πολυεθνικές επιχειρήσεις ή μία φονταμενταλιστική θρησκεία) καταπιέζει τους πολίτες. Αυτή η εξουσία διατηρεί τη θέση της με τη βοήθεια της τεχνολογίας, συνήθως της τεχνολογίας πληροφοριών (υπολογιστές, ΜΜΕ) ή της προηγμένης γενετικής μηχανικής. Οι περισσότεροι δέχονται ευχαρίστως επεμβάσεις στο σώμα τους όπως προσθετικά άκρα, κλωνοποιημένα όργανα, εμφυτευμένα ηλεκτρονικά κυκλώματα, αισθητική χειρουργική ή γενετικές μεταλλάξεις. Ακόμα σημαντικότερη είναι η επέμβαση στο μυαλό: άμεση διασύνδεση του εγκεφάλου με υπολογιστές σε πλασματικά ψηφιακά περιβάλλοντα που αντικαθιστούν τις φυσιολογικές αισθήσεις, τεχνητή νοημοσύνη, χειραγώγηση του νευρικού συστήματος, συνθετικά ψυχοτρόπα ναρκωτικά και, όχι σπάνια, ένα παγκόσμιο δίκτυο πληροφοριών εικονικής πραγματικότητας όπου τα δεδομένα είναι άμεσα προσπελάσιμα σε οπτικοποιημένη μεταφορική μορφή (κυβερνοχώρος). Αυτή είναι η «κυβερνητική» όψη του κυβερνοπάνκ.Η «πανκ» πλευρά του παρουσιάζεται μέσω των αντιηρώων πρωταγωνιστών του, συνήθως αμοραλιστών εγκληματιών ή περιθωριοποιημένων απόκληρων που δρουν στα υπόγεια της κοινωνίας και χρησιμοποιούν τα τεχνολογικά μέσα του επικρατούντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος για να πετύχουν τους δικούς τους στόχους ή, τελικά, για να το ανατρέψουν. Με το κυβερνοπάνκ η επιρροή του μεταμοντερνισμού στην ΕΦ γίνεται πλέον καθοριστική: στα σκηνικά των κόσμων του η προσομοίωση έχει αντικαταστήσει το πραγματικό, η πληροφορία έχει αντικαταστήσει τα βιομηχανικά αγαθά, το αυτοαναπαραγόμενο χάος θριαμβεύει και οποιαδήποτε συνήθης έννοια τάξης ή παραδοσιακής, υποτίθεται σταθερής, αξίας συνθλίβεται. Η απουσία πραγματικού συναισθήματος και η πληροφοριακή υπερφόρτιση συμπληρώνουν την εικόνα.Το κυβερνοπάνκ ξεχωρίζει από άλλες παρόμοιες προσπάθειες χάρη σε μία συγκεκριμένη τεχνοτροπία και κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Η πλοκή, συνήθως μηδενιστική και αμφίσημη, απηχεί την αισθητική και τη θεματολογία του νουάρ και της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το σκηνικό είναι αστικό, μεταβιομηχανικό και δυστοπικό, ενώ ο τόνος ζοφερός και απαισιόδοξος. Η μόλυνση του περιβάλλοντος έχει προχωρήσει πολύ, οι ανθρωπιστικές αξίες έχουν εκλείψει, η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση έχουν καταστήσει το έθνος και τα εθνικά σύνορα απαρχαιωμένες έννοιες. Επικρατεί ένα πνεύμα απεγνωσμένου διεθνισμού και οι πολυεθνικές εταιρείες κινούν τα νήματα. Η Ιαπωνία έχει αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως μητρόπολη των εξελίξεων, η ιαπωνική Μαφία (Γιακούζα) δρα ποικιλοτρόπως σε πλανητική κλίμακα, ο υπερπληθυσμός, η διαφθορά, η βιομηχανική κατασκοπεία και η εκμετάλλευση του Γ’ Κόσμου είναι δεδομένες καταστάσεις. Η υπέρτατη πολιτική ισχύς έγκειται στον έλεγχο της διεθνούς ροής πληροφοριών.Οι χάκερ είναι οι πιο περιζήτητοι εγκληματίες και οι υπολογιστές το απόλυτο τεχνολογικό φετίχ. Στον πυρήνα ενός τέτοιου κοινωνικού οικοδομήματος κρύβεται μία δυϊστική αντίληψη που διακρίνει απολύτως το σώμα από τον νου, τη δράση από την κίνηση, αλλά από την άλλη θολώνει ως τον έσχατο βαθμό τα όρια μεταξύ ηθικού και ανήθικου, φυσικού και συνθετικού, πραγματικού και εικονικού. Κάθε ερμηνεία για τον κόσμο καταλήγει να φαίνεται αδύνατη και μια αίσθηση ματαιότητας θριαμβεύει. Σύμφωνα με τον μαρξιστή κριτικό Φρέντρικ Τζέιμσον, το κυβερνοπάνκ είναι η ανώτερη λογοτεχνική έκφραση «αν όχι του μεταμοντέρνου, τότε του ίδιου του τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού». Για τον κριτικό λογοτεχνίας Ντάρκο Σούβιν από την άλλη, το κυβερνοπάνκ δεν εκφράζει συνολικά τον σύγχρονο μεταβιομηχανικό δυτικό πολιτισμό αλλά μόνο μία μικρή, μα σημαντική, ομάδα ατόμων η οποία συνιστά την οικονομικά ανώτερη τάξη της, εν πολλοίς άνεργης και περιθωριοποιημένης, σύγχρονης νεολαίας: ψηφιακά εγγράματους γνώστες των ΜΜΕ, της ηλεκτρονικής μουσικής, των υπολογιστών και των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, μετόχους ενός παγκόσμιου τεχνολογικού δικτύου που επιζούν τρεφόμενοι απρόθυμα από τη βάση της πολυεθνικής καπιταλιστικής ευημερίας, ενσαρκώνοντας το κατώτερο επίπεδο της μεσαίας τάξης.



Επίδραση στην 
Λογοτεχνία 

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από την ευρύτερη επικράτεια του κυβερνοπάνκ ξεπήδησε το ατμοπάνκ (steampunk), ένα λογοτεχνικό ρεύμα το οποίο δεν έχει τόσο εμφανή δυστοπικό χαρακτήρα και όπου το σκηνικό της ιστορίας τοποθετείται όχι στο κοντινό μέλλον, αλλά σε έναν εναλλακτικό 19ο αιώνα· μετά τη βιομηχανική επανάσταση αλλά πριν την εξάπλωση της ηλεκτροδότησης. Η τεχνολογία στους ατμοπάνκ κόσμους είναι συνήθως πιο προηγμένη σε σχέση με την πραγματική τεχνολογία της εποχής αλλά, ελλείψει ηλεκτρονικών στοιχείων, βασίζεται στη δύναμη του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών, όπως πράγματι γινόταν τότε. Κατά τα άλλα, η κοινωνία, η αισθητική και η ατμόσφαιρα συνήθως αντανακλούν επακριβώς τις συμβάσεις του βικτοριανού κόσμου. Το ατμοπάνκ εμφανίστηκε όταν κάποιοι συγγραφείς άρχισαν συνειδητά να μιμούνται τα πρώιμα έργα ΕΦ που γράφτηκαν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμβολιάζοντάς τα όμως με δόσεις του πολύ επίκαιρου κυβερνοπάνκ. Ορισμένοι μάλιστα πειραματίστηκαν τοποθετώντας το σκηνικό των ιστοριών τους ακόμη πιο πίσω χρονικά, συχνά στον Μεσαίωνα, διατηρώντας όμως την τεχνολογία του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών ως κεντρικούς πυλώνες του κόσμου τους. Μετά το 1990 το ατμοπάνκ άρχισε να απομακρύνεται από τις κυβερνοπάνκ ρίζες του· η αισθητική και τα μοτίβα του άρχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σε έργα φάνταζυ και να τοποθετούνται δίπλα-δίπλα με τα υπερφυσικά και μαγικά στοιχεία που αφθονούν στο είδος αυτό.Μια άλλη παράλληλη εξέλιξη η οποία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είναι το μετακυβερνοπάνκ (postcyberpunk), ένα σύνολο έργων με εμφανή κυβερνοπάνκ χαρακτήρα αλλά με κεντρικούς ήρωες που επιχειρούν συνειδητά να βελτιώσουν το τρέχον κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, ή έστω να το διατηρήσουν και να αποτρέψουν περαιτέρω παρακμή του (π.χ. τα μυθιστορήματα του Νιλ Στίβενσον). Οι πρωταγωνιστές συνήθως είναι πιο ενεργά και σεβαστά μέλη της κοινωνίας σε σχέση με τους περιθωριακούς παρανόμους του Γκίμπσον, ενώ οι νέες τεχνολογίες του εικοστού πρώτου αιώνα παρουσιάζονται λιγότερο αλλοτριωτικές και υπό ένα θετικότερο πρίσμα. Το μετακυβερνοπάνκ φάνηκε να επικρατεί κατά τη δεκαετία του '90 εκτοπίζοντας το παραδοσιακό κυβερνοπάνκ στον λογοτεχνικό χώρο, την ίδια στιγμή που το τελευταίο έχανε τον διακριτό, αβάν γκαρντ χαρακτήρα του και έκανε όλο και πιο αισθητή την επιρροή του στον κινηματογράφο, στα κόμικς και στα ηλεκτρονικά παιχνίδια.



Πηγή http://el.wikipedia.org

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χαμένη αποικία Roanoke και η μυστηριώδης λέξη Croatoan

Croatoan : Μια μυστηριώδης λέξη που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των απανταχού κυνηγών του μυστηρίου, εδώ και αιώνες. Τι συνέβη στη χαμένη αποικία της Βόρειας Καρολίνας, στο Roanoke Island ; Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί αλλά καμιά μέχρι τώρα δεν έχει επικρατήσει ως η πιο πιθανή, αντίθετα ο γρίφος μεγαλώνει. Μια ομάδα εποίκων εξαφανίστηκε στη Βόρεια Αμερική χωρίς κανένα ίχνος και κανείς δεν έχει βρει στοιχεία για την τύχη τους εδώ και αιώνες. Η αποικία Roanoke ήταν ο πρώτος αγγλικός οικισμός στην Αμερική. Αφού έμαθε για μια πλούσια, όμορφη περιοχή στην Αμερική η Βασίλισσα Ελισάβετ Ι, της Αγγλίας, αποφάσισε να προσαρτήσει αυτή τη περιοχή της Βιρτζίνια. Στη συνέχεια, έδωσε στον Sir Walter Raleigh  άδεια να δημιουργήσει μια αποικία. Θα χρηματοδοτούσε και θα σχεδίαζε την εκστρατεία στη περιοχή που βρίσκεται τώρα η Βόρεια Καρολίνα. Ο Raleigh είχε 10 χρόνια για να ολοκληρώσει την αποστολή. Το 1585, μια αποστολή με επικεφαλής τον Sir Richard Grenville, που αποτελούνταν απ

Aπομεινάρι από την αρχαία Θάλασσα της Τηθύος νότια της Κρήτης.

Κατα την περιήγηση της ομάδας έρευνας των αστικών μυστικών στο διαδίκτυο ''σκοντάψαμε'' σε ένα άρθρο του πρώτου θέματος με τίτλο Νότια της Κρήτης ο αρχαιότερος ωκεάνιος φλοιός στον κόσμο   το οποίο μας πληροφορεί ότι ο βυθός της Ανατολικής Μεσογείου περιέχει τον αρχαιότερο ωκεάνιο φλοιό στον κόσμο, ηλικίας έως 340 εκατομμυρίων ετών, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα. Συγκεκριμένα πρόκειται για την υποθαλάσσια περιοχή γνωστή ως Λεκάνη του Ηροδότου , που βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κρήτης, νοτιοδυτικά της Κύπρου και βόρεια της Αιγύπτου. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρόι Γκρανότ του Πανεπιστημίου Μπεν Γκουριόν του Ισραήλ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών "Nature Geoscience". Στους ωκεανούς της Γης λαμβάνει χώρα μια συνεχής ανακύκλωση, καθώς στις λεγόμενες ζώνες καταβύθισης ο φλοιός εισχωρεί στον μανδύα του πλανήτη για να αναδυθεί ξανά μετά από εκατομμύρια χρόνια. Ο βυθός των θαλασσών συνήθως έχει ηλικία όχι μεγαλύτε

Ένθετος Ζωδιακός Κύκλος σε τοιχογραφία εκκλησίας του Πηλίου.

Η ομάδα έρευνας των αστικών μυστικών θα μας ταξιδέψει στο θρυλικό βουνό της Μαγνησίας, στο όρος Πήλιο. Θα μεταβούμε νοερά στην μαγευτική Τσαγκαράδα ή ακόμη πιο συγκεκριμένα στις Μηλιές. Εκεί το ενδιαφέρον μας προσέλκυσε μια εκλησία, στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ο Ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου ο οποίος αποτελεί δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με ιδιέταιρο κατασκευαστικά χαρακτήρα, αξιόλογες τοιχογραφίες και μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον.  Ο ρυθμός του είναι τρίκλιτη βασιλική με δώδεκα εσωτερικούς τρούλους και αποτελείται από τον πρόναο και τον κυρίως ναό. Χτίστηκε κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, από το 1741 έως το 1774, χωρίς καμπαναριό και με τέτοιο τρόπο ώστε το εξωτερικό του να μην προδίδει την αληθινή φύση του κτιρίου, για την προστασία του.  Από την προφορική παράδοση γνωρίζουμε, ότι η αγιογράφηση έχει γίνει από Αγιορείτη μοναχό και το τέμπλο, που είναι ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο από ξύλο φλαμουριάς και έχει κατασκευαστεί από Ηπειρώτε