Θυλακίνος (Thylacinus cynocephalus, ετυμολογία: αρχαιοελληνικό θύλαξ, σύγχρονο θύλακας) ονομάζεται το μεγαλύτερο γνωστό σαρκοβόρο μαρσιποφόρο της σύγχρονης εποχής. Είναι επίσης γνωστό και ως Τίγρη της Τασμανίας λόγω των λωρίδων στο πίσω μέρος της πλάτης του, ή και ως Λύκος της Τασμανίας. Ζούσε στην ηπειρωτική Αυστραλία, Τασμανία, και Νέα Γουινέα, και θεωρείται πως εξαφανίστηκε τον 20ό αιώνα. Ήταν το τελευταίο μέλος της οικογενείας των Θυλακινιδών (Thylacinidae), ενώ δείγματα άλλων μελών της οικογενείας αυτής έχουν βρεθεί σε απολιθώματα που χρονολογούνται ως και από την πρώιμη Μειόκαινο εποχή.
Ο θυλακίνος είχε γίνει εξαιρετικά σπάνιος ή είχε εξαφανιστεί εντελώς στην ηπειρωτική Αυστραλία πριν τον Βρετανικό εποικισμό της ηπείρου, αλλά κατάφερε να επιζήσει στο νησί της Τασμανίας μαζί με τα άλλα ενδημικά είδη, συμπεριλαμβανομένου του διάβολου της Τασμανίας. Το εντατικό κυνήγι το οποίο ενθαρρυνόταν και από επικηρύξεις για την θανάτωση των ζώων αυτών, θεωρείται γενικά πως είναι υπεύθυνο για την εξαφάνιση του, αλλά πιθανώς να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συντέλεσαν στην εξαφάνιση του, όπως η εισαγωγή σκύλων, και η ανθρώπινη παρουσία στον βιότοπό του. Παρά την επίσημη κατηγοριοποίηση του ως εξαφανισμένου, εξακολουθούν να αναφέρονται σποραδικές εμφανίσεις του, αν και ουδεμία έχει αποδειχτεί αδιαμφισβήτητα.
Τα διαθέσιμα στοιχεία από την εποχή που μελετήθηκε το ζώο αυτό, αναφέρουν πως ήταν ένα σχετικά ντροπαλό, νυκτόβιο πλάσμα, με μέγεθος περίπου όσο ενός μεσαίου/μεγάλου σκύλου. Η ουρά του ήταν δύσκαμπτη, διέθετε μάρσιπο, αρκετά παρόμοιου με του καγκουρό -ο οποίος όμως εμφανιζόταν και στα αρσενικά πέρα από τα θηλυκά-, και είχε μια σειρά από σκούρες λωρίδες στο πίσω μέρος του σώματός του, που θύμιζαν τις λωρίδες της τίγρης.
Όπως οι τίγρεις και οι λύκοι του Βορείου Ημισφαιρίου, είδη από τα οποία και απέκτησε δύο από τις κοινές ονομασίες του, ο θυλακίνος ήταν αρπακτικό στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Ως μαρσιποφόρο, δε σχετίζεται στενά με τα θηλαστικά αυτά που διαθέτουν πλακούντα, αλλά λόγω της συγκλίνουσας εξέλιξης που απέκτησαν στο κοινό τους περιβάλλον, μοιράζεται κάποια στοιχεία της μορφής και των προσαρμογών τους. Τα κοντινότερα συγγενικά του αρτίγονα είδη θεωρούνται, είτε ο διάβολος της Τασμανίας είτε το Νούμπατ. Ο θυλακίνος είναι μαζί με το Οπόσουμ του νερού τα μόνα μαρσιποφόρα τα οποία διαθέτουν μάρσιπο και στα δύο φύλα. Το αρσενικό διέθετε μάρσιπο ο οποίος χρησίμευε ως προστατευτική θήκη που κάλυπτε τα εξωτερικά όργανα αναπαραγωγής του, καθώς έτρεχε μέσα στην άγρια βλάστηση. Ο θυλακίνος έχει περιγραφεί ως εξαιρετικά ικανός θηρευτής, λόγω της ικανότητάς του να επιζεί και να κυνηγάει την λεία του σε εξαιρετικά αραιοκατοικημένες περιοχές.
Ο θυλακίνος είναι ένα από τα υποψήφια είδη για κλωνοποίηση καθώς και άλλα εγχειρήματα της μοριακής επιστήμης, μια και εξαφανίστηκε σχετικά πρόσφατα και διασώζονται πολλά καλοδιατηρημένα δείγματά του.
Εξέλιξη
Ο σύγχρονος θυλακίνος εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερα εκατομμύρια έτη. Τα είδη της οικογένειας Θυλακινίδες χρονολογούνται από την αρχή τηςΜειόκαινης περιόδου. Από τη δεκαετία του 1990, έχουν ανακαλυφθεί τουλάχιστον επτά απολίθωματα στην Αυστραλία, και συγκεκριμένα στην περιοχή του βορειοανατολικού Κουίνσλαντ. Ο θυλακίνος του Ντίκσον (Nimbacinus dicksoni) είναι το παλαιότερο των επτά ειδών που έχουν ανακαλυφθεί, και χρονολογείται στα 23 εκατομμύρια έτη πριν. Το θυλακινοειδές αυτό, ήταν αρκετά μικρότερο σε σχέση με τους πιο πρόσφατους συγγενείς του. Το μεγαλύτερο είδος, ο θυλακίνος ο ισχυρός (Thylacinus potens), είχε μέγεθος λύκου και ήταν το μόνο είδος της οικογενείας που επέζησε ως τα τέλη της Μειόκαινης περιόδου. Στα τέλη της Πλειστόκαινου και αρχές της Ολόκαινου, ο σύγχρονος θυλακίνος εκτιμάται πως είχε εξαπλωθεί σε όλη την Αυστραλία και Νέα Γουινέα, αν και οι πληθυσμοί του δεν ήταν ποτέ μεγάλοι.
Ένα παράδειγμα της συγκλίνουσας εξέλιξης της με άλλα είδη, είναι οι πολλές ομοιότητες που εμφανίζει ο θυλακίνος με τα μέλη των Κυνιδών του Βορείου Ημισφαιρίου, όπως, κοφτερά δόντια, δυνατά σαγόνια, βάδιση στα δάκτυλα (δακτυλοβάμονα ζώα) και γενική ομοιότητα σωματότυπου. Μια και ο θυλακίνος κατελάμβανε τον ίδιο, περίπου, οικολογικό θώκο με τους σκύλους, ανέπτυξε πολλά ίδια χαρακτηριστικά, παρόλα αυτά όμως, δεν έχει καμία συγγένεια με αυτούς.Αν και ο γκρίζος λύκος θεωρείται συχνά ως ζώο αντίστοιχο με τον θυλακίνο, πρόσφατη έρευνα προτείνει πως ήταν περισσότερο θηρευτής ενέδρας παρά καταδίωξης, και πως η αρπακτική συμπεριφορά του ήταν πιο κοντά σε αυτή των αιλουροειδών, παρά σε αυτήν των μεγάλων κυνιδών. Επομένως, τουλάχιστον υπό το πρίσμα των όρων της μετακρανιακής ανατομικής (σημ. των δομικών και φυσιολογικών στοιχείων του σώματος πλην του κρανίου), το παρατσούκλι Τίγρη της Τασμανίας ίσως είναι πιο ακριβές από το αντίστοιχο Λύκος της Τασμανίας.
Εξαφάνιση
Είναι πιθανό πως ο θυλακίνος έφτασε κοντά στην εξαφάνιση στην Αυστραλία πριν από 2.000 χρόνια, και πιθανώς νωρίτερα όσον αφορά στην Νέα Γουινέα.Η ολοκληρωτική εξαφάνιση αποδίδεται στον ανταγωνισμό με τους ιθαγενείς και την εξάπλωση των ντίνγκο.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο τα ντίνγκο επηρέασαν τον θυλακίνο, μια και τα ντίνγκο κυνηγούν κυρίως την ημέρα σε αντίθεση με τον θυλακίνο που κυνηγούσε κατά τη νύκτα. Επιπρόσθετα, ο θυλακίνος ήταν πιο δυνατός σωματικά, κάτι που θα τού έδινε πλεονέκτημα σε αναμετρήσεις έναντι των ντίνγκο. Πρόσφατες μορφολογικές εξετάσεις του ντίνγκο και του θυλακίνου δείχνουν πως αν και το δάγκωμα του ντίνγκο ήταν πιο αδύναμο, το κρανίο του μπορούσε να αντέξει μεγαλύτερες πιέσεις, επιτρέποντας του να δαγκώσει και να σύρει μεγαλύτερη λεία από ότι θα μπορούσε ο θυλακίνος. Ο τελευταίος ήταν, επίσης, πολύ λιγότερο ευέλικτος ως προς τις διατροφικές συνήθειές του, σε σχέση με το παμφάγο ντίνκγο. Το περιβάλλον δράσης τους ήταν σίγουρα κοινό, μια και απολιθώματα θυλακίνου έχουν ανακαλυφθεί κοντά σε αντίστοιχα των ντίνγκο. Η υιοθέτηση του ντίνγκο από τους ανθρώπους ως συντρόφου κατά το κυνήγι, ενδέχεται να αύξησε την δυσκολία επιβίωσης του θυλακίνου.
Αν και ο θυλακίνος είχε εξαφανιστεί στην ηπειρωτική Αυστραλία, επέζησε μέχρι και τη δεκαετία του 1930 στην Τασμανία. Κατά τον καιρό του πρώτου επικοισμού, οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί του βρίσκονταν στη βόρεια περιοχή του νησιού. Η εμφάνιση τους κατά την ημέρα ήταν σπάνια, όμως όλο και συχνότερα άρχισαν να τους αποδίδονται πολυάριθμες επιθέσεις σε πρόβατα. Αυτό οδήγησε στην καθιέρωση επικυρήξεων για τη θανάτωση του ζώου ώστε να ελεγχθεί ο πληθυσμός τους.
Οι πρώτες επικυρήξεις ξεκίνησαν από το 1830, και μεταξύ του 1888 και 1909 η τοπική κυβέρνηση της Τασμανίας πλήρωνε 1 λίρα για κάθε νεκρό ενήλικο θυλακίνο και 10 σελίνια για τα κουτάβια τους. Τα αρχεία δείχνουν, πως εξαργυρώθηκαν συνολικά 2.184 επικυρήξεις, αλλά πιστεύεται πως σκοτώθηκαν πολλοί περισσότεροι θυλακίνοι πέρα από τις επικυρήξεις που πληρώθηκαν. Η εξαφάνιση τους, αποδίδεται συχνά σε αυτές τις αμείωτης έντασης προσπάθειες των γεωργών, κτηνοτρόφων και κυνηγών επικυρήξεων.
Παρόλα αυτά, είναι πιθανό πως πολλαπλοί παράγοντες οδήγησαν στην παρακμή του ζώου μέχρι την τελική εξαφάνιση του, όπως η εμφάνιση των σκύλων που εισήγαγαν οι Ευρωπαίοι άποικοι, η παρακμή του περιβάλλοντος του, η παράλληλη εξαφάνιση των ζώων με τα οποία τρεφόταν, και ο αφθώδης πυρετός -ή, η νόσος του Καρέ- που πιθανώς να μεταδόθηκε σε πολλά είδη σε αιχμαλωσία την εποχή εκείνη.
Όποιος και να ήταν ο λόγος, το ζώο πλέον είχε γίνει εξαιρετικά δυσεύρετο στη φύση τη δεκαετία του 1920. Παρά την γενική πεποίθηση πως ο θυλακίνος ευθυνόταν για τις επιθέσεις στα πρόβατα, το 1928 η Τασμανική επιτροπή για το περιβάλλον πρότεινε τη δημιουργία ενός καταφυγίου για την προστασία του είδους, με πιθανές κατάλληλες τοποθεσίες αυτές του ποταμού Άρθουρ, και ποταμού Πάιμαν (Pieman) στη δυτική Τασμανία.
Το 1930 σκοτώθηκε ο τελευταίος γνωστός άγριος θυλακίνος, στα βορειονατολικά του νησιού, όπου το ζώο, το οποίο αναφέρεται πως ήταν αρσενικό, είχε θεαθεί να κυκλοφορεί κοντά στο σπίτι του ανθρώπου που το σκότωσε για αρκετές εβδομάδες.Ο τελευταίος αιχμαλωτισμένος θυλακίνος, αργότερα γνωστός με το όνομα Μπέντζαμιν, είχε αιχμαλωτιστεί το 1933 και στάλθηκε στον ζωολογικό κήπο του Χόμπαρτ όπου και έζησε εκεί για τρία έτη. Το φύλο του ζώου υπήρξε σημείο συζήτησης από τον καιρό που πέθανε στον ζωολογικό κήπο. Πρόσφατες λεπτομερείς εξετάσεις ενός στιγμιότυπου από την ασπρόμαυρη ταινία που κινηματογραφήθηκε το 1933, επιβεβαιώνουν πως το ζώο ήταν αρσενικό, όπου μεγεθύνοντας την εικόνα και αυξομειώνοντας την αντίθεση και φωτεινότητα στο στιγμιότυπο όπου κάθεται στα δύο πίσω του πόδια, φαίνονται ευκρινώς τα αρσενικά γενετικά όργανα.
Ο τελευταίος θυλακίνος πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1936. Πιστεύεται πως πέθανε ως αποτέλεσμα παραμέλησης, καθώς είχε κλειδωθεί εκτός του περιφραγμένου και σκεσπαστού οικήματός του, σε περίοδο όπου επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες, με πολύ υψηλές θερμοκρασίες κατά την ημέρα, και πολύ χαμηλές κατά τη νύκτα.
Αν και είχε ήδη οργανωθεί ένα κίνημα προστασίας του θυλακίνου από το 1901, εν μέρει από την ανάγκη προμήθειας δειγμάτων του προς συλλέκτες του εξωτερικού, οι πολιτικές δυσκολίες εμπόδισαν την κάθε μορφή προστασίας μέχρι και το 1936, στις 10 Ιουλίου του 1936, μόλις 59 ημέρες πριν τον θάνατο του τελευταίου ζώου.
Στην Αυστραλία, ξεκινώντας απο τις 7 Σεπτεμβρίου του 1996, η ημερομηνία έχει αφιερωθεί επίσημα στην επέτειο του θανάτου του τελευταίας καταγεγραμμένου θυλακίνου.
Το 1983, ο Αμερικάνος μεγιστάνας των ΜΜΕ, Τεντ Τέρνερ (Ted Turner), πρόσφερε αμοιβή 100.000 δολαρίων Αμερικής για την απόδειξη της συνέχισης της ύπαρξης του θυλακίνου,όμως το 2000 η προσφορά αυτή φαίνεται πως είχε αποσυρθεί.
Τον Μάρτιο του 2005, το αυστραλιανό περιοδικό Δε Μπούλετιν (The Bulletin), ως μέρος της 125ης επετείου του, πρόσφερε 1.25 εκατομμύρια σε δολάρια Αυστραλίας για την ασφαλή αιχμαλώτιση ενός ζωντανού θυλακίνου. Η προσφορά διήρκησε μέχρι και τον Ιούνιο του ίδιου έτους και κατόπιν αποσύρθηκε, χωρίς αποτελέσματα.
Ακολούθησαν και άλλες προσφορές αμοιβών, κυρίως από τουριστικούς πράκτορες,και ο αριθμός και ύψος των ανταμοιβών προκάλεσε την μεγάλη αύξηση του αριθμού των εξερευνητών, επιστημόνων, και απλών ερασιτεχνών, οι οποίοι εξακολουθούν να αναζητούν τον θυλακίνο ως σήμερα.Λόγω της έντονης ενασχόλησης σχετικά με την επανανακάλυψη του θυλακίνου, το είδος θεωρείται συχνά ως κρυπτοειδές.
Σύγχρονη έρευνα και κλωνοποίηση
Τα στοιχεία καταγραφής από όλα τα δείγματα, πολλά από τα οποία σήμερα βρίσκονται σε συλλογές στην Ευρώπη, διατηρούνται στη Διεθνή Βάση Δεδομένων Δειγμάτων Θυλακίνου (International Thylacine Specimen Database). Η βάση αυτή είναι το αποτέλεσμα μια τετραετούς έρευνας για την καταγραφή και ψηφιοποίηση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τον θυλακίνο, όπου και αν βρίσκονται, όπως μουσεία, πανεπιστήμια, ή και ιδιωτικές συλλογές. Τα στοιχεία αυτά, φυλάσσονται στον Ζωολογικό Σύλλογο του Λονδίνου (Zoological Society of London).
Το Μουσείο Αυστραλίας στο Σίδνεϊ, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κλωνοποίησης το 1999. Ο στόχος ήταν να γίνει χρήση γενετικού υλικού από τα δείγματα που είχαν διατηρηθεί μετά το θάνατο τους στις αρχές του 20ου αιώνα, και έτσι να αντιστραφεί η εξαφάνιση του είδους. Αρκετοί μικροβιολόγοι κατέκριναν το πρόγραμμα αυτό ως μη επιστημονικά έγκυρο, και το θεώρησαν ως ένα τέχνασμα δημοσίων σχέσεων.Στα τέλη του 2002 οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, σημείωσαν μια αρχική επιτυχία καθώς κατάφεραν να εξάγουν τις γενετικές πληροφορίες (DNA) από τα δείγματα.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 2005, το μουσείο ανακοίνωσε πως σταματάει το πρόγραμμα αυτό, καθώς η περαιτέρω ανάλυση του γενετικού υλικού που συλλέχθηκε, έδειξε πως βρισκόταν σε κακή κατάσταση και δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Τον Μάιο του 2005, το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας, μέσω του κοσμήτωρα του -πρώην διευθυντή του Μουσείου Αυστραλίας και έχοντα ειδικότητα εξελικτικού βιολόγου-, ανακοίνωσε πως το πρόγραμμα θα συνεχιστεί με την κοινοπραξία μια ομάδας ενδιαφερόμενων πανεπιστημίων και ερευνητικών ινστιτούτων.
To 2008 ερευνητές του πανεπιστημίου της Μελβούρνης και του πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν, ανέφεραν πως κατάφερουν να επανασυστήσουν τη λειτουργία του γονιδίου Col2A1 το απέκτησαν από ένα δείγμα 100 ετών το οποίο ήταν διατηρημένο σε αιθανόλη και βρισκόταν σε συλλογή μουσείου. Το γενετικό αυτό υλικό φέρεται να είχε αποτελέσματα σε δοκιμές σε ποντίκια, και η έρευνα ελπίζει πως με την πάροδο του χρόνου θα καταφέρει να αναστρέψει την εξαφάνιση του θυλακίνου. Το ίδιο έτος, μια άλλη ομάδα ερευνητών κατάφεραν να διαβάσουν με επιτυχία την αλληλουχία του μιτοχονδριακού γονιδιώματος από δύο δείγματα θυλακίνου σε μουσεία, κάτι που τους κάνει να θεωρούν πως είναι εφικτή η πλήρης ανάγνωση του γονιδιώματος, και τα αποτελέσματα τους δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Τζίνομ Ρισέρτς (Genome Research) το 2009.
Η συζήτηση σχετικά με τα ηθικά ερωτήματα και δυνατότητες της αποεξαφάνισης, συνεχίζεται έως σήμερα, με τη θυλακίνη να αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς.
Ο τελευταίος γνωστός θυλακίνος -οΜπέντζαμιν- φωτογραφημένος το 1933.
Πηγή http://el.wikipedia.org
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου