Ο χρόνος εννοείται "η ακαθόριστη κίνηση της ύπαρξης και των γεγονότων στο παρελθόν, το παρόν, και το μέλλον, θεωρούμενη ως σύνολο". Γενικά Χρόνος χαρακτηρίζεται η ακριβής μέτρηση μιας διαδικασίας από το παρελθόν στο μέλλον. Κάθε φυσικό φαινόμενο π.χ. μια πτώση αντικειμένου στο έδαφος εξελίσσεται στην έννοια της ορισμένης χρονικής περιόδου. Ο χρόνος μετράται σε μονάδες όπως το δευτερόλεπτο και με ειδικά όργανα ταχρονόμετρα π.χ. ρολόι. Οι καθημερινές εμπειρίες αποδεικνύουν πως ο χρόνος "κυλάει" με τον ίδιο πάντα ρυθμό και μόνο προς μια κατεύθυνση - από το παρελθόν προς το μέλλον. Η κίνηση γενικότερα ούτε μπορεί να διακοπεί αλλά και ούτε να αντιστραφεί στην έννοια του χρόνου. Παρά ταύτα, όπως εξηγεί η ειδική θεωρία της σχετικότητας, αυτή η κίνηση μπορεί να επιβραδυνθεί με ασύλληπτα μεγάλες ταχύτητες.Ένας άλλος στερεότυπος ορισμός για τον χρόνο είναι "ένα μη χωρικό γραμμικό συνεχές στο οποίο τα γεγονότα συμβαίνουν με εμφανώς μη αναστρέψιμη τάξη". Πρόκειται για μείζονα έννοια η οποία λειτουργεί τόσο ως θεμελιώδης οντότητα, όσο και ως σύστημα μέτρησης. Με τον χρόνο ασχολήθηκε τόσο η φιλοσοφία όσο και η επιστήμη, διαμορφώνοντας ενίοτε αντιφατικές απόψεις για το νόημά του. Επί της ουσίας οι διαφοροποιήσεις δεν αφορούν στις μονάδες μέτρησης του χρόνου αλλά στο αν ο χρόνος ως οντότητα είναι δυνατόν να μετρηθεί ή αποτελεί τμήμα του μετρητικού συστήματος.
Ο Χρόνος στη Φυσική
Επί του παρόντος ο χρόνος νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες -χώρος και μάζα- καθορίζεται μέσω τηςμέτρησης. Συνεπώς είναι μέγεθος. Επίσης επί του παρόντος, η στερεότυπη χρονική μονάδα, το συμβατικό δευτερόλεπτο, ορίζεται ως η διάρκεια 9 192 631 770 περιόδων της ακτινοβολίας που αντιστοιχεί στη μετάβαση μεταξύ των δύο ανωτέρων επιπέδων της κατάστασης ελαχίστης ενέργειας του ατόμου.Για την φυσική ο χρόνος είναι διάσταση που επιτρέπει σε δύο ταυτόσημα γεγονότα που συμβαίνουν στο ίδιο σημείο στον χώρο, να διακρίνονται μεταξύ τους. Το διάστημα ανάμεσα σε δύο τέτοια γεγονότα σχηματίζει τη βάση της μέτρησης του χρόνου. Για γενικούς σκοπούς η περιστροφή τηςγης γύρω από τον άξονά της παρέχει τις μονάδες μέτρησης της ημέρας ώρες και η τροχιά της γύρω από τον ήλιο (ουσιαστικά η φαινόμενη πορεία του ήλιου που παράγεται από τις ιδιαιτερότητες της γήινης τροχιάς) τις ημερολογιακές μονάδες. Όσον αφορά στη χρήση του χρόνου για επιστημονικούς σκοπούς, τα διαστήματα χρόνου καθορίζονται -όπως προαναφέρθηκε- με όρους συχνότητας μιας ιδιαίτερης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.Ήδη από την εποχή της δημοσίευσης της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας το 1905, θεωρήθηκε ότι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν εγκατέλειψε την έννοια του απόλυτου χρόνου. Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο ο απόλυτος χρόνος εννοείται ως ο χρόνος που κυλά ισοδύναμα και ανεξάρτητα από την κατάσταση κίνησης του παρατηρητή. Οι επιδράσεις της διαστολής του χρόνου και η κατάρρευση του απόλυτου ταυτόχρονου σημαίνουν ότι υπό αυτή την έννοια ο απόλυτος χρόνος δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη μέτρηση ενός χρονικού διαστήματος.Αν και οι φιλόσοφοι τείνουν να περιγράφουν το έργο του Αϊνστάιν ως έναρξη της επιστημονικής επανάστασης του 20ου αιώνα, πολλές από αυτές τις επαναστατικές ιδέες δεν ήταν ακριβώς πρωτότυπες. Το 1898, για παράδειγμα, ο Ζυλ Ανρί Πουανκαρέ (Jules Henri Poincaré) (1854–1912), οΓάλλος μαθηματικός, έθεσε το ζήτημα του απόλυτου ταυτόχρονου σχολιάζοντας ότι δεν έχουμε κάποια άμεση γνώση για την εξίσωση δύο χρονικών διαστημάτων. Ο Πουανκαρέ φαίνεται πως κατανοούσε την ανάγκη του καθορισμού του τοπικού χρόνου για έναν δεδομένο παρατηρητή. Το 1904παρατήρησε ότι τα ρολόγια που συγχρονίζονταν με φωτεινά σήματα μεταξύ παρατηρητών σε ενιαία σχετική κίνηση δεν δείχνουν την αληθινή ώρα, αλλά μάλλον αυτό που μπορεί να αποκαλέσει κανείς τοπική ώρα.Αναφέρεται συχνά ότι η θεωρία της σχετικότητας αφαιρεί τον απόλυτο χρόνο από τη μηχανική. Αυτό αληθεύει για τις μετρήσεις του χρόνου που προαναφέρθηκαν, αλλά όχι τον ίδιο τον χρόνο ως οντότητα. Ο ορισμός του Νεύτωνα για τον απόλυτο χρόνο είναι ουσιαστικά φιλοσοφική έννοια και οι όποιες συζητήσεις έγιναν στην εποχή του είχαν φιλοσοφικό και όχι πειραματικό υπόβαθρο. Άλλωστε ίδιος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι μπορεί κανείς να μετρήσει τον απόλυτο χρόνο. Τούτη η απόλυτη οντότητα έπρεπε να γίνει διακριτή από τα αισθητά, "φυσικά μέτρα" που εφαρμόζονται σε καθημερινές χρήσεις.Στις απόψεις του Αϊνστάιν για το σύμπαν, οι περιγραφές ενός φυσικού φαινομένου πρέπει να είναι πλήρως σχετικιστικές ως προς τη φύση τους και απαιτούνται οι μετασχηματισμοί Λόρεντζ ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση. Αντίθετα με το τι πιστεύεται γενικότερα, η νευτώνεια μηχανική δεν βασιζόταν στον απόλυτο χώρο και χρόνο και ήταν πλήρως σχετικιστική, αλλά με τη γαλιλαιική έννοια. Δηλαδή, απαιτούντο γαλιλαιικοί μετασχηματισμοί ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση.Εξετάζοντας το ταυτόχρονο ο Αϊνστάιν χρησιμοποίησε ουσιαστικά ένα νοητικό πείραμα. Ως αποτέλεσμα του πειράματος, κατά την άποψή του, έπρεπε να εγκαταλειφθεί η έννοια του ταυτόχρονου. Το σύμπαν του είναι αιτιατό και σε ένα αιτιατό σύμπαν δεν υπάρχει το ταυτόχρονο, όπως και δεν υπάρχουν ταυτόχρονα γεγονότα. Τα γεγονότα έχουν καθορισμένη τάξη, βασισμένη στην αιτιατή σειρά τους,η οποία δεν είναι δυνατόν να αλλαχθεί. Χωρίς να το δηλώνει άμεσα,ο Αϊνστάιν εισήγαγε έναν τρίτο παράγοντα στη θεωρία της σχετικότητας, ότι δηλαδή καμία πληροφορία δεν μπορεί να μεταδοθεί ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Τόσο για τον Νεύτωνα όσο και για τον Αϊνστάιν ο απόλυτος χρόνος είναι στην πραγματικότητα η απόλυτη σειρά των γεγονότων, που καθορίζεται από την αιτιότητα, και όχι η μέτρηση του χρόνου, που είναι αντικείμενο συνήθους παρατήρησης.
Ο χρόνος στην ανθρώπινη συνείδηση
Ο κύκλος μέρας και νύχτας ρυθμίζει στον άνθρωπο το βιολογικό του ρολόι που φαίνεται να είναι αρκετά ακριβές δεδομένου πως συχνά ξυπνάμε λίγα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ωστόσο φαίνεται να υπάρχουν στιγμές που ο χρόνος περνά πιο αργά ή πιο γρήγορα.
Περιμένοντας κάτι καρφώνοντας το βλέμμα στο ρολόι αισθανόμαστε ο χρόνος να κυλά αργά.
Όταν είμαστε σε ρομαντικό ραντεβού με πρόσωπο που μας ενδιαφέρει μας κάνει εντύπωση στο τέλος "πώς πέρασε η ώρα τόσο γρήγορα".
Πηγαίνοντας στον υπολογιστή υπολογίζουμε πως θα ανακαλέσουμε την πληροφορία που χρειαζόμαστε με δουλειά 5-10 λεπτών ενώ φεύγοντας έχουν περάσει 20.
Ως παιδιά οι διακοπές μας τα καλοκαίρια ήταν μεγάλες ενώ στη μέση ηλικία ο χρόνος των διακοπών μας φαίνεται ελάχιστος.
Κάποιος που εκτελεί ελεύθερη πτώση τριών δευτερολέπτων σε δίχτυ νιώθει πως έπεφτε για διπλάσιο σχεδόν χρόνο και η πτώση από μοτοσικλέτα περιγράφεται ως "κινηματογραφική" από τον αναβάτη σε περίπτωση ατυχήματος.
Εμπλεκόμενης της αμυγδαλής, του συγκινησιακού δηλαδή κέντρου του εγκεφάλου, σε κατάσταση φόβου εκκρίνονται ορμόνες, όπως η αδρεναλίνη, που κάνουν τη μνήμη να "χαράζει" ανεξίτηλα, με αποτέλεσμα ο χρόνος να φαίνεται να διαστέλλεται καθώς η μνήμη «γράφει», επί συνόλου, πιο πυκνά. Πιθανολογείται πως η αδρεναλίνη κάνει μόνιμη τη μνήμη που υπολογίζει το άμεσο μέλλον, μηχανισμό τον οποίο χρησιμοποιούμε για γέμισμα του χρόνου όταν κλείνουμε τα βλέφαρα ή σκύβουμε να αλλάξουμε σταθμό στο ραδιόφωνο ενώ οδηγούμε. Αποτέλεσμα είναι περισσότερες καταγεγραμμένες μονάδες μνήμης σε κέντρα του εγκεφάλου που συνδέονται με τη συγκινησιακή μνήμη (ιππόκαμπος και αμυγδαλή), με σκοπό την ανάπτυξη στρατηγικής ή ενστικτώδους αντίδρασης καθώς και έγκαιρη πρόβλεψη παρόμοιας κατάστασης στο μέλλον, που δίνουν την αίσθηση διαστολής του χρόνου.Στην παιδική ηλικία που τα πάντα είναι πρωτόγνωρα η μνήμη "γράφει" διαρκώς και έτσι τα καλοκαίρια μας φαίνονται πως διαρκούν περισσότερο.Μια πιο περίεργη επίδραση στη μνήμη έχει η κορτιζόλη, ορμόνη του άγχους. Το άγχος μας κάνει και ζούμε ταυτόχρονα και συνδυασμένα σε δύο τουλάχιστο καταστάσεις, εκεί που πραγματικά είμαστε και θέλουμε να ξεφύγουμε γρήγορα και εκεί που θα θέλαμε ή θα "έπρεπε" να βρισκόμαστε. Ο εγκέφαλος καταγράφει δύο καταστάσεις ταυτόχρονα στη μνήμη με αποτέλεσμα το πύκνωμα της εγγραφής και την αίσθηση διαστολής του χρόνου.Στο ρομαντικό ραντεβού απαγκιστρωνόμαστε σχεδόν εντελώς από την πραγματικότητα και το μυαλό μας ζει στην πιθανότητα μελλοντικών ονειρικών καταστάσεων. Αποτέλεσμα είναι η απώλεια εγγραφών της μνήμης για την παρούσα κατάσταση και έχουμε την αίσθηση της συστολής του πραγματικού χρόνου.Ο χρόνος φαίνεται να καταγράφεται στην ανθρώπινη συνείδηση σε μονάδες μνήμης.
Ο βιολογικός ή φυσικός χρόνος
Το άγχος συνδέεται άμεσα με την κορτιζόλη. Η κορτιζόλη παράγεται και κατά την έντονη άσκηση δρώντας όπως τα στεροειδή, επιταχύνοντας βιολογικές διαδικασίες. Αυξημένα επί μακρόν επίπεδα κορτιζόλης μικραίνουν τη ζωή καθώς υπό συνθήκες στρες οι μηχανισμοί προστασίας δεν προλαβαίνουν να δράσουν. Η συγγενής με την κορτιζόλη αδρεναλίνη δρα με παρόμοιο τρόπο στο βιολογικό ρολόι των κυττάρων και δίνει έκρηξη δύναμης σε καταστάσεις ανάγκης. Οι ορμόνες του εγκεφάλου που μας προκαλούν ευχαρίστηση φαίνεται να δρουν αντίθετα και να βοηθούν στη μακροζωία.Η αλλαγή στο ρυθμό που έχει το "καρδιοχτύπι" που δίνει αθροιστικά τη βιολογική ηλικία ενός ποντικού ή ενός ανθρώπου, ενός αγχώδους ή ενός μη αγχώδους προσώπου, ενός καταπονημένου ή μη οργανισμού επεκτείνεται στη φύση πέραν των έμβιων όντων. Είναι σχετικά πρόσφατη η εισαγωγή της έννοιας του "φυσικού χρόνου", ως δείκτη εξέλιξης των φυσικών φαινομένων.
Ο χρόνος στη Φιλοσοφία
Η φύση του χρόνου υπήρξε ένα από τα μείζονα προβλήματα της φιλοσοφίας από την αρχαιότητα ήδη. Είναι ορθό να βλέπουμε τον χρόνο να κυλά; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κυλά από το μέλλον στο παρελθόν με την ανθρωπότητα κολλημένη σαν βάρκα στη μέση του ποταμού; Ή μήπως κυλά από το παρελθόν προς το μέλλον, παρασύροντας τη βάρκα με τη ροή του; Δύσκολα ερωτήματα ή πολύ αφηρημένα για να απαντηθούν και να μας ωθήσουν να απορρίψουμε τη 'μεταφορική' εικόνα του χρόνου ως ροή. Αν, ωστόσο επιθυμούμε να απορριψουμε την εικόνα της ροής,πώς μπορούμε να συλλάβουμε το πέρασμά του; Τι είναι αυτό που διακρίνει το παρελθόν από το παρόν ή το μέλλον ή μήπως δεν υφίσταται αντικειμενική διάκριση και ο χρόνος είναι μια ενιαία οντότητα που αποκαλείται παρόν; Τι είναι αυτό που δίνει στο χρόνο την κατεύθυνσή του; Τι είναι εκείνο που συνηγορεί υπέρ της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος; Υφίσταται η άχρονη ύπαρξη ή μήπως η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα στα όρια του χρόνου;Πολλά από αυτά τα προβλήματα τέθηκαν στα Φυσικά του Αριστοτέλη, με τη μορφή παράδοξων ή προβλημάτων που αφορούσαν στην ίδια την ύπαρξη του χρόνου. Το ένα πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του (π.χ. η παρούσα στιγμή,ως μη έχουσα διάρκεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί ως τμήμα του χρόνου). Αν πάλι αναρωτηθούμε πότε παύει να υπάρχει η παρούσα στιγμή, οποιαδήποτε πιθανή απάντηση εμπεριέχει αντίφαση: όχι στο παρόν, γιατί όσο υπάρχει υπάρχει. Ούτε στο μέλλον, στην επόμενη στιγμή, γιατί στο συνεχές δεν υπάρχει επόμενη στιγμή. Αλλά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την παρούσα στιγμή ως διαρκώς υπάρχουσα, γιατί τότε, όσα συνέβησαν πριν από 10.000 χρόνια υπάρχουν ταυτόχρονα με όσα συμβαίνουν στο παρόν. Τα παράδοξα του Αριστοτέλη και του Ζήνωνα για τον χρόνο και τον χώρο, ώθησαν Ατομιστές όπως ο Επίκουρος και ο Διόδωρος Κρόνος να θεωρήσουν τη δομή του χρόνου κοκκιώδη, αλλά σε αυτή τους την άποψή συνάντησαν αντίσταση από τους Στωικούς, κυρίως τον Σέξτο Εμπειρικό. Η θεμελιώδης ιδεαλιστική λύση, που επιτρέπει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές να συνυπάρχουν στο αντικείμενο της ενόρασης προτάθηκε από τον άγιο Αυγουστίνο της Ιππώνος (Εξομολογήσεις, ΧΙ 14) και είναι ορατή στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, του Τζορτζ Μπέρκλεϊ, του Εμμάνουελ Καντ και του Ανρί Μπεργκσόν.Από το 1895, τότε που ο Χέρμαν Γκίνκελ δημοσίευσε το διάσημο έργο του για τη δημιουργία και το χάος στον αρχέγονο και τον έσχατο χρόνο, έχουν γίνει πολλές αλλαγές στην ιστορία των θρησκειών και τα σχετικά πεδία της εθνολογίας, της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας. Ωστόσο, η σύλληψή του αρχέγονου και του έσχατου χρόνου ως των δύο πόλων της ίδιας ιστορίας, υποστηρίχθηκε από δύο σημαντικές μελέτες, όπως το Νόημα στην Ιστορία, του Καρλ Λέβιθ και Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής, του Μίρτσεα Ελιάντε.
Χρόνος (μυθολογία)
Στην ελληνική μυθολογία ο Χρόνος ήταν μία ασώματη αρχέγονη θεότητα που προσωποποιούσε την έννοια του χρόνου. Παρότι ασώματος, παριστανόταν ωστόσο και ως τέρας με σώμα φιδιού και τρία κεφάλια: ανθρώπου (άνδρα), ταύρου και λιονταριού. Ο Χρόνος και η συνοδός του Ανάγκη(επίσης φιδίσια) περιελίσσονταν γύρω από το κοσμικό αβγό και το έσπασαν για να σχηματισθεί το «ταξινομημένο» Σύμπαν (γη - ουρανός - θάλασσα). Εναλλακτικά, ο Χρόνος παριστάνεται σε ελληνορωμαϊκά ψηφιδωτά ως ένας άνδρας που περιστρέφει τον τροχό του Ζωδιακού. Αυτή η μορφή αποκαλείται συχνά «Αιών», μία εναλλακτική ονομασία του θεού Χρόνου.Επίσης, με το όνομα Χρόνος είναι γνωστό το ένα από τα τέσσερα άλογα που έσερναν το άρμα του θεού Ηλίου κατά το ημερήσιο ταξίδι του ανά τους ουρανούς. Ο Χρόνος προσωποποιούσε και έτσι την αφηρημένη έννοια του χρόνου, που αποδινόταν με το πέρασμα των ημερών. Αμφότερες οι προσωποποιήσεις αυτές διαφέρουν από την κατά πολύ μεταγενέστερη προσωποποίηση του χρόνου στο πρόσωπο του θεού Κρόνου.
Ο Έσχατος Χρόνος
Με τον έσχατο χρόνο, ή εσχατολογία όπως έχουμε συνηθίσει να την ακούμε, εννοούμε την άποψη του ανθρώπου για γεγονότα που συμβαίνουν στα όρια του δημιουργημένου κόσμου, για το τι υπήρχε πριν τη δημιουργία του και για το τι θα υπάρξει μετά το τέλος του. Περιλαμβάνει τη δόξα και το μεγαλείο της πρώτης ημέρας, καθώς και τον τρόμο της τελευταίας ημέρας. Όμως, ο αποκαλούμενος πρωτόγονος άνθρωπος δε γνωρίζει τίποτα για την εσχατολογία. Γνωρίζει μόνο τον αρχέγονο χρόνο, που κατά την άποψή του κυριαρχεί σε όλη τη ζωή. Ένα χρόνο που ανανεώνεται διαρκώς μέσα από τα συμβάντα του παρόντος, που εγγυούνται τη ζωή του. Η πραγματικότητα αποκτάται μόνον μέσω της επανάληψης και της συμμετοχής στα τελετουργικά δρώμενα. Όσο τελεί τις τελετουργίες σωστά, κάθε μέρα ξαναδημιουργεί τον κόσμο ή μάλλον τον αναδημιουργεί για εκείνον ο δημιουργικός λόγος του μύθου. Τούτη η διαδικασία της καθημερινής ανανέωσης της ζωής είναι παρούσα ακόμη και σήμερα στους απόγονους των Μάγια και των γηγενών (αβορίγινων) της αυστραλιανής ηπείρου.Όμως, εδώ λείπει το τέλος της ιστορίας. Ο χρόνος παραμένει ακίνητος, όπως στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Όπως η έναρξη υπονοεί μια αρχέγονη αρχή, έτσι και κάθε τέλος προϋποθέτει μια ολοκλήρωση μια «τελική κρίση». Οπωσδήποτε μέσα σε ένα εκδηλωμένο και συνεπώς δυαδικό σύμπαν ο αρχέγονος χρόνος βρίσκει το ταίρι του στον έσχατο χρόνο, αλλά μόνον όταν η ανθρωπότητα προχωρήσει αρκετά στην οδυνηρή συνειδησιακή της αφύπνιση, επιλέγοντας για τον εαυτό της είτε τον υπέρτατο τρόμο ή την αιώνια ευδαιμονία. Η πιο ριζοσπαστική εικόνα του τέλους είναι πιθανώς εκείνη του Ράγκναροκ, της σκανδιναβικής μυθολογίας, της στιγμής κατά την οποία οι Θεοί πεθαίνουν μαζί με τους ανθρώπους. Αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι οι λαοί που δημιούργησαν έναν κόσμο για την ύπαρξή τους, οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Άραβες, οι Εβραίοι, οι Μάγια και πολλοί άλλοι, όρισαν επίσης και το τέλος του. Η ιδέα του τέλους του χρόνου είναι πιθανώς προσπάθεια αναίρεσης της αιώνιας στάσης, μια προσπάθεια για να σπάσει ο κύκλος.
http://el.wikipedia.org/
Ο Χρόνος στη Φυσική
Επί του παρόντος ο χρόνος νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες -χώρος και μάζα- καθορίζεται μέσω τηςμέτρησης. Συνεπώς είναι μέγεθος. Επίσης επί του παρόντος, η στερεότυπη χρονική μονάδα, το συμβατικό δευτερόλεπτο, ορίζεται ως η διάρκεια 9 192 631 770 περιόδων της ακτινοβολίας που αντιστοιχεί στη μετάβαση μεταξύ των δύο ανωτέρων επιπέδων της κατάστασης ελαχίστης ενέργειας του ατόμου.Για την φυσική ο χρόνος είναι διάσταση που επιτρέπει σε δύο ταυτόσημα γεγονότα που συμβαίνουν στο ίδιο σημείο στον χώρο, να διακρίνονται μεταξύ τους. Το διάστημα ανάμεσα σε δύο τέτοια γεγονότα σχηματίζει τη βάση της μέτρησης του χρόνου. Για γενικούς σκοπούς η περιστροφή τηςγης γύρω από τον άξονά της παρέχει τις μονάδες μέτρησης της ημέρας ώρες και η τροχιά της γύρω από τον ήλιο (ουσιαστικά η φαινόμενη πορεία του ήλιου που παράγεται από τις ιδιαιτερότητες της γήινης τροχιάς) τις ημερολογιακές μονάδες. Όσον αφορά στη χρήση του χρόνου για επιστημονικούς σκοπούς, τα διαστήματα χρόνου καθορίζονται -όπως προαναφέρθηκε- με όρους συχνότητας μιας ιδιαίτερης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.Ήδη από την εποχή της δημοσίευσης της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας το 1905, θεωρήθηκε ότι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν εγκατέλειψε την έννοια του απόλυτου χρόνου. Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο ο απόλυτος χρόνος εννοείται ως ο χρόνος που κυλά ισοδύναμα και ανεξάρτητα από την κατάσταση κίνησης του παρατηρητή. Οι επιδράσεις της διαστολής του χρόνου και η κατάρρευση του απόλυτου ταυτόχρονου σημαίνουν ότι υπό αυτή την έννοια ο απόλυτος χρόνος δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη μέτρηση ενός χρονικού διαστήματος.Αν και οι φιλόσοφοι τείνουν να περιγράφουν το έργο του Αϊνστάιν ως έναρξη της επιστημονικής επανάστασης του 20ου αιώνα, πολλές από αυτές τις επαναστατικές ιδέες δεν ήταν ακριβώς πρωτότυπες. Το 1898, για παράδειγμα, ο Ζυλ Ανρί Πουανκαρέ (Jules Henri Poincaré) (1854–1912), οΓάλλος μαθηματικός, έθεσε το ζήτημα του απόλυτου ταυτόχρονου σχολιάζοντας ότι δεν έχουμε κάποια άμεση γνώση για την εξίσωση δύο χρονικών διαστημάτων. Ο Πουανκαρέ φαίνεται πως κατανοούσε την ανάγκη του καθορισμού του τοπικού χρόνου για έναν δεδομένο παρατηρητή. Το 1904παρατήρησε ότι τα ρολόγια που συγχρονίζονταν με φωτεινά σήματα μεταξύ παρατηρητών σε ενιαία σχετική κίνηση δεν δείχνουν την αληθινή ώρα, αλλά μάλλον αυτό που μπορεί να αποκαλέσει κανείς τοπική ώρα.Αναφέρεται συχνά ότι η θεωρία της σχετικότητας αφαιρεί τον απόλυτο χρόνο από τη μηχανική. Αυτό αληθεύει για τις μετρήσεις του χρόνου που προαναφέρθηκαν, αλλά όχι τον ίδιο τον χρόνο ως οντότητα. Ο ορισμός του Νεύτωνα για τον απόλυτο χρόνο είναι ουσιαστικά φιλοσοφική έννοια και οι όποιες συζητήσεις έγιναν στην εποχή του είχαν φιλοσοφικό και όχι πειραματικό υπόβαθρο. Άλλωστε ίδιος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι μπορεί κανείς να μετρήσει τον απόλυτο χρόνο. Τούτη η απόλυτη οντότητα έπρεπε να γίνει διακριτή από τα αισθητά, "φυσικά μέτρα" που εφαρμόζονται σε καθημερινές χρήσεις.Στις απόψεις του Αϊνστάιν για το σύμπαν, οι περιγραφές ενός φυσικού φαινομένου πρέπει να είναι πλήρως σχετικιστικές ως προς τη φύση τους και απαιτούνται οι μετασχηματισμοί Λόρεντζ ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση. Αντίθετα με το τι πιστεύεται γενικότερα, η νευτώνεια μηχανική δεν βασιζόταν στον απόλυτο χώρο και χρόνο και ήταν πλήρως σχετικιστική, αλλά με τη γαλιλαιική έννοια. Δηλαδή, απαιτούντο γαλιλαιικοί μετασχηματισμοί ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση.Εξετάζοντας το ταυτόχρονο ο Αϊνστάιν χρησιμοποίησε ουσιαστικά ένα νοητικό πείραμα. Ως αποτέλεσμα του πειράματος, κατά την άποψή του, έπρεπε να εγκαταλειφθεί η έννοια του ταυτόχρονου. Το σύμπαν του είναι αιτιατό και σε ένα αιτιατό σύμπαν δεν υπάρχει το ταυτόχρονο, όπως και δεν υπάρχουν ταυτόχρονα γεγονότα. Τα γεγονότα έχουν καθορισμένη τάξη, βασισμένη στην αιτιατή σειρά τους,η οποία δεν είναι δυνατόν να αλλαχθεί. Χωρίς να το δηλώνει άμεσα,ο Αϊνστάιν εισήγαγε έναν τρίτο παράγοντα στη θεωρία της σχετικότητας, ότι δηλαδή καμία πληροφορία δεν μπορεί να μεταδοθεί ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Τόσο για τον Νεύτωνα όσο και για τον Αϊνστάιν ο απόλυτος χρόνος είναι στην πραγματικότητα η απόλυτη σειρά των γεγονότων, που καθορίζεται από την αιτιότητα, και όχι η μέτρηση του χρόνου, που είναι αντικείμενο συνήθους παρατήρησης.
Ο χρόνος στην ανθρώπινη συνείδηση
Ο κύκλος μέρας και νύχτας ρυθμίζει στον άνθρωπο το βιολογικό του ρολόι που φαίνεται να είναι αρκετά ακριβές δεδομένου πως συχνά ξυπνάμε λίγα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ωστόσο φαίνεται να υπάρχουν στιγμές που ο χρόνος περνά πιο αργά ή πιο γρήγορα.
Περιμένοντας κάτι καρφώνοντας το βλέμμα στο ρολόι αισθανόμαστε ο χρόνος να κυλά αργά.
Όταν είμαστε σε ρομαντικό ραντεβού με πρόσωπο που μας ενδιαφέρει μας κάνει εντύπωση στο τέλος "πώς πέρασε η ώρα τόσο γρήγορα".
Πηγαίνοντας στον υπολογιστή υπολογίζουμε πως θα ανακαλέσουμε την πληροφορία που χρειαζόμαστε με δουλειά 5-10 λεπτών ενώ φεύγοντας έχουν περάσει 20.
Ως παιδιά οι διακοπές μας τα καλοκαίρια ήταν μεγάλες ενώ στη μέση ηλικία ο χρόνος των διακοπών μας φαίνεται ελάχιστος.
Κάποιος που εκτελεί ελεύθερη πτώση τριών δευτερολέπτων σε δίχτυ νιώθει πως έπεφτε για διπλάσιο σχεδόν χρόνο και η πτώση από μοτοσικλέτα περιγράφεται ως "κινηματογραφική" από τον αναβάτη σε περίπτωση ατυχήματος.
Εμπλεκόμενης της αμυγδαλής, του συγκινησιακού δηλαδή κέντρου του εγκεφάλου, σε κατάσταση φόβου εκκρίνονται ορμόνες, όπως η αδρεναλίνη, που κάνουν τη μνήμη να "χαράζει" ανεξίτηλα, με αποτέλεσμα ο χρόνος να φαίνεται να διαστέλλεται καθώς η μνήμη «γράφει», επί συνόλου, πιο πυκνά. Πιθανολογείται πως η αδρεναλίνη κάνει μόνιμη τη μνήμη που υπολογίζει το άμεσο μέλλον, μηχανισμό τον οποίο χρησιμοποιούμε για γέμισμα του χρόνου όταν κλείνουμε τα βλέφαρα ή σκύβουμε να αλλάξουμε σταθμό στο ραδιόφωνο ενώ οδηγούμε. Αποτέλεσμα είναι περισσότερες καταγεγραμμένες μονάδες μνήμης σε κέντρα του εγκεφάλου που συνδέονται με τη συγκινησιακή μνήμη (ιππόκαμπος και αμυγδαλή), με σκοπό την ανάπτυξη στρατηγικής ή ενστικτώδους αντίδρασης καθώς και έγκαιρη πρόβλεψη παρόμοιας κατάστασης στο μέλλον, που δίνουν την αίσθηση διαστολής του χρόνου.Στην παιδική ηλικία που τα πάντα είναι πρωτόγνωρα η μνήμη "γράφει" διαρκώς και έτσι τα καλοκαίρια μας φαίνονται πως διαρκούν περισσότερο.Μια πιο περίεργη επίδραση στη μνήμη έχει η κορτιζόλη, ορμόνη του άγχους. Το άγχος μας κάνει και ζούμε ταυτόχρονα και συνδυασμένα σε δύο τουλάχιστο καταστάσεις, εκεί που πραγματικά είμαστε και θέλουμε να ξεφύγουμε γρήγορα και εκεί που θα θέλαμε ή θα "έπρεπε" να βρισκόμαστε. Ο εγκέφαλος καταγράφει δύο καταστάσεις ταυτόχρονα στη μνήμη με αποτέλεσμα το πύκνωμα της εγγραφής και την αίσθηση διαστολής του χρόνου.Στο ρομαντικό ραντεβού απαγκιστρωνόμαστε σχεδόν εντελώς από την πραγματικότητα και το μυαλό μας ζει στην πιθανότητα μελλοντικών ονειρικών καταστάσεων. Αποτέλεσμα είναι η απώλεια εγγραφών της μνήμης για την παρούσα κατάσταση και έχουμε την αίσθηση της συστολής του πραγματικού χρόνου.Ο χρόνος φαίνεται να καταγράφεται στην ανθρώπινη συνείδηση σε μονάδες μνήμης.
Ο βιολογικός ή φυσικός χρόνος
Το άγχος συνδέεται άμεσα με την κορτιζόλη. Η κορτιζόλη παράγεται και κατά την έντονη άσκηση δρώντας όπως τα στεροειδή, επιταχύνοντας βιολογικές διαδικασίες. Αυξημένα επί μακρόν επίπεδα κορτιζόλης μικραίνουν τη ζωή καθώς υπό συνθήκες στρες οι μηχανισμοί προστασίας δεν προλαβαίνουν να δράσουν. Η συγγενής με την κορτιζόλη αδρεναλίνη δρα με παρόμοιο τρόπο στο βιολογικό ρολόι των κυττάρων και δίνει έκρηξη δύναμης σε καταστάσεις ανάγκης. Οι ορμόνες του εγκεφάλου που μας προκαλούν ευχαρίστηση φαίνεται να δρουν αντίθετα και να βοηθούν στη μακροζωία.Η αλλαγή στο ρυθμό που έχει το "καρδιοχτύπι" που δίνει αθροιστικά τη βιολογική ηλικία ενός ποντικού ή ενός ανθρώπου, ενός αγχώδους ή ενός μη αγχώδους προσώπου, ενός καταπονημένου ή μη οργανισμού επεκτείνεται στη φύση πέραν των έμβιων όντων. Είναι σχετικά πρόσφατη η εισαγωγή της έννοιας του "φυσικού χρόνου", ως δείκτη εξέλιξης των φυσικών φαινομένων.
Ο χρόνος στη Φιλοσοφία
Η φύση του χρόνου υπήρξε ένα από τα μείζονα προβλήματα της φιλοσοφίας από την αρχαιότητα ήδη. Είναι ορθό να βλέπουμε τον χρόνο να κυλά; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κυλά από το μέλλον στο παρελθόν με την ανθρωπότητα κολλημένη σαν βάρκα στη μέση του ποταμού; Ή μήπως κυλά από το παρελθόν προς το μέλλον, παρασύροντας τη βάρκα με τη ροή του; Δύσκολα ερωτήματα ή πολύ αφηρημένα για να απαντηθούν και να μας ωθήσουν να απορρίψουμε τη 'μεταφορική' εικόνα του χρόνου ως ροή. Αν, ωστόσο επιθυμούμε να απορριψουμε την εικόνα της ροής,πώς μπορούμε να συλλάβουμε το πέρασμά του; Τι είναι αυτό που διακρίνει το παρελθόν από το παρόν ή το μέλλον ή μήπως δεν υφίσταται αντικειμενική διάκριση και ο χρόνος είναι μια ενιαία οντότητα που αποκαλείται παρόν; Τι είναι αυτό που δίνει στο χρόνο την κατεύθυνσή του; Τι είναι εκείνο που συνηγορεί υπέρ της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος; Υφίσταται η άχρονη ύπαρξη ή μήπως η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα στα όρια του χρόνου;Πολλά από αυτά τα προβλήματα τέθηκαν στα Φυσικά του Αριστοτέλη, με τη μορφή παράδοξων ή προβλημάτων που αφορούσαν στην ίδια την ύπαρξη του χρόνου. Το ένα πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του (π.χ. η παρούσα στιγμή,ως μη έχουσα διάρκεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί ως τμήμα του χρόνου). Αν πάλι αναρωτηθούμε πότε παύει να υπάρχει η παρούσα στιγμή, οποιαδήποτε πιθανή απάντηση εμπεριέχει αντίφαση: όχι στο παρόν, γιατί όσο υπάρχει υπάρχει. Ούτε στο μέλλον, στην επόμενη στιγμή, γιατί στο συνεχές δεν υπάρχει επόμενη στιγμή. Αλλά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την παρούσα στιγμή ως διαρκώς υπάρχουσα, γιατί τότε, όσα συνέβησαν πριν από 10.000 χρόνια υπάρχουν ταυτόχρονα με όσα συμβαίνουν στο παρόν. Τα παράδοξα του Αριστοτέλη και του Ζήνωνα για τον χρόνο και τον χώρο, ώθησαν Ατομιστές όπως ο Επίκουρος και ο Διόδωρος Κρόνος να θεωρήσουν τη δομή του χρόνου κοκκιώδη, αλλά σε αυτή τους την άποψή συνάντησαν αντίσταση από τους Στωικούς, κυρίως τον Σέξτο Εμπειρικό. Η θεμελιώδης ιδεαλιστική λύση, που επιτρέπει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές να συνυπάρχουν στο αντικείμενο της ενόρασης προτάθηκε από τον άγιο Αυγουστίνο της Ιππώνος (Εξομολογήσεις, ΧΙ 14) και είναι ορατή στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, του Τζορτζ Μπέρκλεϊ, του Εμμάνουελ Καντ και του Ανρί Μπεργκσόν.Από το 1895, τότε που ο Χέρμαν Γκίνκελ δημοσίευσε το διάσημο έργο του για τη δημιουργία και το χάος στον αρχέγονο και τον έσχατο χρόνο, έχουν γίνει πολλές αλλαγές στην ιστορία των θρησκειών και τα σχετικά πεδία της εθνολογίας, της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας. Ωστόσο, η σύλληψή του αρχέγονου και του έσχατου χρόνου ως των δύο πόλων της ίδιας ιστορίας, υποστηρίχθηκε από δύο σημαντικές μελέτες, όπως το Νόημα στην Ιστορία, του Καρλ Λέβιθ και Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής, του Μίρτσεα Ελιάντε.
Το αίνιγμα του χρόνου είναι εν μέρει το αίνιγμα της έναρξης, γιατί εκεί βρίσκεται η βάση του παρελθόντος. Η έναρξη είναι το παρελθόν. Ωστόσο, καθημερινά γίνεται μια νέα έναρξη μέσα στην περιοδική κίνηση της ημέρας. Βάσει τη σύλληψης του Γκίνγκελ το σύνολο όλων αυτών των επαναλαμβανόμενων ενάρξεων το αποκαλούμε χρόνο. Ζούμε στο χρόνο και καθημερινά βιώνουμε τη νέα έναρξη σε κάθε έργο που αναλαμβάνουμε να εκπληρώσουμε. Εκείνο που λείπει κατά την άποψή του είναι το γεγονός ότι η ανθρωπότητα δεν κατανοεί τη μαγεία της νέας έναρξης, δηλαδή την αέναη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν.
Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως,, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη. -Άγιος Αυγουστίνος
Εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε τον περίφημο διαχωρισμό του Ανρί Μπεργκσόν ανάμεσα στον χωροχρόνο και τον καθαρό χρόνο. Ο χωροχρόνος είναι ο χρόνος των ρολογιών μας, μια υβριδική έννοια που προκύπτει από την εισβολή της ιδέας του χώρου στην επικράτεια της καθαρής συνείδησης. Πρόκειται για την εμπειρία του χρόνου, έτσι όπως την οργανώνει ο άνθρωπος στο χώρο, ως ακολουθία χρονικών μονάδων. Στην πραγματικότητα αυτές οι χρονικές μονάδες δεν υπάρχουν, γιατί ο χρόνος είναι μια μελωδία, ένα ποτάμι. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι κυλά μέσα από τα χέρια μας σαν νερό, είναι αψηλάφητος, όπως το έθεσε ο άγιος Αυγουστίνος. Δεν υπάρχει σταθερό παρόν. Είτε είναι ήδη παρελθόν ή είναι ακόμη μέλλον. Όταν λέμε ότι είναι δέκα και μισή δεν είναι πια δέκα και μισή. Ένα ισχυρό ρεύμα μεταφέρει την ανθρωπότητα στο ποτάμι του χρόνου. Ο άνθρωπος είναι προσωρινός, φευγαλέος, καθώς δεν μπορεί να αδράξει σταθερά ένα σημείο και να αντισταθεί στο ρεύμα. Ο άνθρωπος των δέκα και μισή δεν είναι ίδιος με τον άνθρωπο των έντεκα. Στην πραγματικότητα είμαστε ο χρόνος.Παρόλα αυτά έχουμε το παρελθόν μας και κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας. Εδώ υπεισέρχεται η ιδέα του «ταυτόχρονου», όπως το έθεσε ο Καρλ Χάιμ. Τη στιγμή που βιώνουμε ένα ψήγμα του χρόνου, υπάρχει μια σχέση «ταυτόχρονου», σε σχέση με τις άλλες διαδοχικές χρονικές μονάδες. Οι νότες ενός μουσικού κομματιού δεν παίζονται μόνον ως διακεκριμένες νότες, αλλά και ως συγχορδίες, δηλαδή ταυτόχρονα.
Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως,, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη. -Άγιος Αυγουστίνος
Εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε τον περίφημο διαχωρισμό του Ανρί Μπεργκσόν ανάμεσα στον χωροχρόνο και τον καθαρό χρόνο. Ο χωροχρόνος είναι ο χρόνος των ρολογιών μας, μια υβριδική έννοια που προκύπτει από την εισβολή της ιδέας του χώρου στην επικράτεια της καθαρής συνείδησης. Πρόκειται για την εμπειρία του χρόνου, έτσι όπως την οργανώνει ο άνθρωπος στο χώρο, ως ακολουθία χρονικών μονάδων. Στην πραγματικότητα αυτές οι χρονικές μονάδες δεν υπάρχουν, γιατί ο χρόνος είναι μια μελωδία, ένα ποτάμι. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι κυλά μέσα από τα χέρια μας σαν νερό, είναι αψηλάφητος, όπως το έθεσε ο άγιος Αυγουστίνος. Δεν υπάρχει σταθερό παρόν. Είτε είναι ήδη παρελθόν ή είναι ακόμη μέλλον. Όταν λέμε ότι είναι δέκα και μισή δεν είναι πια δέκα και μισή. Ένα ισχυρό ρεύμα μεταφέρει την ανθρωπότητα στο ποτάμι του χρόνου. Ο άνθρωπος είναι προσωρινός, φευγαλέος, καθώς δεν μπορεί να αδράξει σταθερά ένα σημείο και να αντισταθεί στο ρεύμα. Ο άνθρωπος των δέκα και μισή δεν είναι ίδιος με τον άνθρωπο των έντεκα. Στην πραγματικότητα είμαστε ο χρόνος.Παρόλα αυτά έχουμε το παρελθόν μας και κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας. Εδώ υπεισέρχεται η ιδέα του «ταυτόχρονου», όπως το έθεσε ο Καρλ Χάιμ. Τη στιγμή που βιώνουμε ένα ψήγμα του χρόνου, υπάρχει μια σχέση «ταυτόχρονου», σε σχέση με τις άλλες διαδοχικές χρονικές μονάδες. Οι νότες ενός μουσικού κομματιού δεν παίζονται μόνον ως διακεκριμένες νότες, αλλά και ως συγχορδίες, δηλαδή ταυτόχρονα.
Χρόνος (μυθολογία)
Στην ελληνική μυθολογία ο Χρόνος ήταν μία ασώματη αρχέγονη θεότητα που προσωποποιούσε την έννοια του χρόνου. Παρότι ασώματος, παριστανόταν ωστόσο και ως τέρας με σώμα φιδιού και τρία κεφάλια: ανθρώπου (άνδρα), ταύρου και λιονταριού. Ο Χρόνος και η συνοδός του Ανάγκη(επίσης φιδίσια) περιελίσσονταν γύρω από το κοσμικό αβγό και το έσπασαν για να σχηματισθεί το «ταξινομημένο» Σύμπαν (γη - ουρανός - θάλασσα). Εναλλακτικά, ο Χρόνος παριστάνεται σε ελληνορωμαϊκά ψηφιδωτά ως ένας άνδρας που περιστρέφει τον τροχό του Ζωδιακού. Αυτή η μορφή αποκαλείται συχνά «Αιών», μία εναλλακτική ονομασία του θεού Χρόνου.Επίσης, με το όνομα Χρόνος είναι γνωστό το ένα από τα τέσσερα άλογα που έσερναν το άρμα του θεού Ηλίου κατά το ημερήσιο ταξίδι του ανά τους ουρανούς. Ο Χρόνος προσωποποιούσε και έτσι την αφηρημένη έννοια του χρόνου, που αποδινόταν με το πέρασμα των ημερών. Αμφότερες οι προσωποποιήσεις αυτές διαφέρουν από την κατά πολύ μεταγενέστερη προσωποποίηση του χρόνου στο πρόσωπο του θεού Κρόνου.
Ο Έσχατος Χρόνος
Με τον έσχατο χρόνο, ή εσχατολογία όπως έχουμε συνηθίσει να την ακούμε, εννοούμε την άποψη του ανθρώπου για γεγονότα που συμβαίνουν στα όρια του δημιουργημένου κόσμου, για το τι υπήρχε πριν τη δημιουργία του και για το τι θα υπάρξει μετά το τέλος του. Περιλαμβάνει τη δόξα και το μεγαλείο της πρώτης ημέρας, καθώς και τον τρόμο της τελευταίας ημέρας. Όμως, ο αποκαλούμενος πρωτόγονος άνθρωπος δε γνωρίζει τίποτα για την εσχατολογία. Γνωρίζει μόνο τον αρχέγονο χρόνο, που κατά την άποψή του κυριαρχεί σε όλη τη ζωή. Ένα χρόνο που ανανεώνεται διαρκώς μέσα από τα συμβάντα του παρόντος, που εγγυούνται τη ζωή του. Η πραγματικότητα αποκτάται μόνον μέσω της επανάληψης και της συμμετοχής στα τελετουργικά δρώμενα. Όσο τελεί τις τελετουργίες σωστά, κάθε μέρα ξαναδημιουργεί τον κόσμο ή μάλλον τον αναδημιουργεί για εκείνον ο δημιουργικός λόγος του μύθου. Τούτη η διαδικασία της καθημερινής ανανέωσης της ζωής είναι παρούσα ακόμη και σήμερα στους απόγονους των Μάγια και των γηγενών (αβορίγινων) της αυστραλιανής ηπείρου.Όμως, εδώ λείπει το τέλος της ιστορίας. Ο χρόνος παραμένει ακίνητος, όπως στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Όπως η έναρξη υπονοεί μια αρχέγονη αρχή, έτσι και κάθε τέλος προϋποθέτει μια ολοκλήρωση μια «τελική κρίση». Οπωσδήποτε μέσα σε ένα εκδηλωμένο και συνεπώς δυαδικό σύμπαν ο αρχέγονος χρόνος βρίσκει το ταίρι του στον έσχατο χρόνο, αλλά μόνον όταν η ανθρωπότητα προχωρήσει αρκετά στην οδυνηρή συνειδησιακή της αφύπνιση, επιλέγοντας για τον εαυτό της είτε τον υπέρτατο τρόμο ή την αιώνια ευδαιμονία. Η πιο ριζοσπαστική εικόνα του τέλους είναι πιθανώς εκείνη του Ράγκναροκ, της σκανδιναβικής μυθολογίας, της στιγμής κατά την οποία οι Θεοί πεθαίνουν μαζί με τους ανθρώπους. Αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι οι λαοί που δημιούργησαν έναν κόσμο για την ύπαρξή τους, οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Άραβες, οι Εβραίοι, οι Μάγια και πολλοί άλλοι, όρισαν επίσης και το τέλος του. Η ιδέα του τέλους του χρόνου είναι πιθανώς προσπάθεια αναίρεσης της αιώνιας στάσης, μια προσπάθεια για να σπάσει ο κύκλος.
http://el.wikipedia.org/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου