Ένα δικάταρτο μπρίκι που κατασκευάστηκε σε κάποιο ναυπηγείο της Ανατολικής
Ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών, κοντά στα 1750, πέφτει στα χέρια των
Γάλλων στη διάρκεια ναυμαχίας με τους Αμερικανούς. Περνά στην άλλη όχθη
του Ατλαντικού, όπου και πάλι ως πολεμική λεία, γίνεται κτήμα του
Βρετανικού Ναυτικού. Κοντά στο 1800 αγοράζεται από έναν πλούσιο Βρετανό,
τον Λόρδο του Ελγιν, που εκείνη την περίοδο ήταν πρέσβης στην
Κωνσταντινούπολη. Του δίδεται το όνομα ''Μέντωρ'', από την ελληνική μυθολογία:
ένα πρόσωπο, πίσω από τον μανδύα του οποίου κρυβόταν η θεά Αθηνά, για
να βοηθήσει τον Τηλέμαχο ή τον Οδυσσέα στο ομηρικό έπος, εξ ου και η
λέξη φανερώνει κάποιον που βοηθά ή συμβουλεύει. Το 1802 το μπρίκι
βρίσκεται στη Μεσόγειο και με ενδιάμεσους σταθμούς την Αλεξάνδρεια και
τη Σμύρνη, φτάνει στον Πειραιά για να παραλάβει ένα πολύτιμο φορτίο,
όπως έχει διατάξει ο νέος του ιδιοκτήτης.
Είναι 17 ξύλινα κιβώτια που περιέχουν τα γλυπτά του Παρθενώνα και άλλες αρχαιότητες από τον Ιερό Βράχο. Τακτοποιούνται στο αμπάρι και το μπρίκι κατευθύνεται προς τη Μάλτα, για μια τελευταία στάση προτού περάσει το Γιβραλτάρ και πλεύσει για την Αγγλία. Ομως στο Ταίναρο πέφτει σε τρομακτική τρικυμία και ο Βρετανός καπετάνιος αποφασίζει να βρει ασφαλές αγκυροβόλι στα Κύθηρα. Δεν επιλέγει τυχαία το λιμάνι, καθώς το νησί είναι υπό βρετανική κυριαρχία, συνεπώς κανένας δεν θα δημιουργήσει προβλήματα σχετικά με το «ευαίσθητο» φορτίο.
Στις 17 Σεπτεμβρίου, ο «Μέντορας» με 18 άτομα -πλήρωμα και επιβάτες- φτάνει στον Αβλέμονα (και εδώ η ετυμολογία παίζει τον ρόλο της, μιας και είναι το κρυφό λιμάνι που δεν το πιάνει το βλέμμα). Οι άγκυρες όμως ξεσέρνουν, προσκρούει στα βράχια και το σκαρί βυθίζεται αμέσως, σε βάθος 22 μέτρων. Οι επιβαίνοντες διασώζονται.
Αμέσως μετά τη βύθισή του, οργανώνεται από τον Ελγιν, τον κυβερνήτη του πλοίου και τον γραμματέα του, η ναυαγιαιρεσία του φορτίου, το οποίο ο ίδιος ο λόρδος χαρακτηρίζει σε επιστολή του, προς τον υποπρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας στα Κύθηρα, Εμ. Καλούτση, ως «…some stones of no value…» (κάτι πέτρες άνευ αξίας). Επιστρατεύονται Συμιακοί σφουγγαράδες που επί δύο χρόνια βουτούν και δένουν με ιμάντες το φορτίο, αφού σπάσουν πρώτα ένα τμήμα του σκαριού για να μπουν στο αμπάρι. Ετσι, τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν κατέληξαν στην αγκαλιά της θάλασσας αλλά στη Βρετανία.
Τον 19ο, 20ό και 21ο αιώνα, οι διάφορες έρευνες που γίνονται στο ναυάγιο σχετίζονται σχεδόν όλες με φήμες, που κατά καιρούς κυκλοφορούν, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν γλυπτά στον χώρο του ναυαγίου. Ηδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, διενεργούνται διάφορες αυτοψίες ή μικρής διάρκειας έρευνες με σκοπό τον έλεγχο του χώρου. Οι πιο πρόσφατες έρευνες διενεργήθηκαν το 2011, το 2012 και το 2013 υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Δημ. Κουρκουμέλη και με τη συμβολή του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου και του Σωματείου «Kytherian Research Group Inc» (πρόκειται για τους δραστήριους Τσιριγώτες της Αυστραλίας).
Είναι 17 ξύλινα κιβώτια που περιέχουν τα γλυπτά του Παρθενώνα και άλλες αρχαιότητες από τον Ιερό Βράχο. Τακτοποιούνται στο αμπάρι και το μπρίκι κατευθύνεται προς τη Μάλτα, για μια τελευταία στάση προτού περάσει το Γιβραλτάρ και πλεύσει για την Αγγλία. Ομως στο Ταίναρο πέφτει σε τρομακτική τρικυμία και ο Βρετανός καπετάνιος αποφασίζει να βρει ασφαλές αγκυροβόλι στα Κύθηρα. Δεν επιλέγει τυχαία το λιμάνι, καθώς το νησί είναι υπό βρετανική κυριαρχία, συνεπώς κανένας δεν θα δημιουργήσει προβλήματα σχετικά με το «ευαίσθητο» φορτίο.
Στις 17 Σεπτεμβρίου, ο «Μέντορας» με 18 άτομα -πλήρωμα και επιβάτες- φτάνει στον Αβλέμονα (και εδώ η ετυμολογία παίζει τον ρόλο της, μιας και είναι το κρυφό λιμάνι που δεν το πιάνει το βλέμμα). Οι άγκυρες όμως ξεσέρνουν, προσκρούει στα βράχια και το σκαρί βυθίζεται αμέσως, σε βάθος 22 μέτρων. Οι επιβαίνοντες διασώζονται.
Αμέσως μετά τη βύθισή του, οργανώνεται από τον Ελγιν, τον κυβερνήτη του πλοίου και τον γραμματέα του, η ναυαγιαιρεσία του φορτίου, το οποίο ο ίδιος ο λόρδος χαρακτηρίζει σε επιστολή του, προς τον υποπρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας στα Κύθηρα, Εμ. Καλούτση, ως «…some stones of no value…» (κάτι πέτρες άνευ αξίας). Επιστρατεύονται Συμιακοί σφουγγαράδες που επί δύο χρόνια βουτούν και δένουν με ιμάντες το φορτίο, αφού σπάσουν πρώτα ένα τμήμα του σκαριού για να μπουν στο αμπάρι. Ετσι, τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν κατέληξαν στην αγκαλιά της θάλασσας αλλά στη Βρετανία.
Τον 19ο, 20ό και 21ο αιώνα, οι διάφορες έρευνες που γίνονται στο ναυάγιο σχετίζονται σχεδόν όλες με φήμες, που κατά καιρούς κυκλοφορούν, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν γλυπτά στον χώρο του ναυαγίου. Ηδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, διενεργούνται διάφορες αυτοψίες ή μικρής διάρκειας έρευνες με σκοπό τον έλεγχο του χώρου. Οι πιο πρόσφατες έρευνες διενεργήθηκαν το 2011, το 2012 και το 2013 υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Δημ. Κουρκουμέλη και με τη συμβολή του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου και του Σωματείου «Kytherian Research Group Inc» (πρόκειται για τους δραστήριους Τσιριγώτες της Αυστραλίας).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου