Η πειρατική σημαία – Ένα σύμβολο τρόμου στις θάλασσες και το πιο διαχρονικό διεθνές λογότυπο. Οι θρύλοι που την συνοδεύουν.
Προκειμένου να εξερευνήσουμε τα μυστήρια που κρύβει η πειρατική σημαία σκόπιμο κρίνεται να αναλύσουμε τι σημαίνει πειρατεία. Στην Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια διαβάζουμε ότι
οι λέξεις «πειρατεία» και «πειρατής» προέρχονται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα πειράω-ῶ, το οποίο σημαίνει προσπαθώ, δοκιμάζω. Η πρώτη γραπτή εμφάνισή τους (τοῖς πειραταῖς) γίνεται σε ένα αθηναϊκό ψήφισμα της ελληνιστικής περιόδου προς τιμήν του στρατηγού Επιχάρους, ο οποίος κατά το Χρεμωνίδειο πόλεμο διακρίθηκε στη φύλαξη των ακτών της πόλης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η πειρατεία ήταν ανύπαρκτη πριν τα ελληνιστικά χρόνια - τουναντίον, από τις απαρχές της ιστορίας είχε ενδημικό χαρακτήρα σε πολλά μέρη της Μεσογείου. Η αρχαία ελληνική γραμματεία βρίθει αναφορών από τα ομηρικά κιόλας έπη, για ομάδες που επέδραμαν από θαλάσσης εναντίον ξένων πλοίων ή παραλιακών πόλεων με σκοπό τον προσπορισμό πλούτου και σκλάβων. Χρησιμοποιούσε όμως τη λέξη «ληστής», τόσο για την κατά ξηράν όσο και για την κατά θάλασσαν ληστεία.
Κατά το μεσαίωνα εμφανίσθηκε στη Δυτική Ευρώπη ένας νέος εννοιολογικός διαχωρισμός, όσον αφορά το ηθικό και νομικό περιεχόμενο της πειρατείας. Ως πειρατής περιγραφόταν πια ο παράνομος που λήστευε πλοία τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και πολέμου, ενώ ως κουρσάρος (από τo γαλλικό corsaire) ο ιδιώτης που εξουσιοδοτείτο από τις αρχές ενός κράτους να διαπράττει πειρατικές ενέργειες εναντίον εχθρικών, (προς το κράτος εντολέα), πλοίων και πόλεων σε καιρό πολέμου («κούρσα»). Βεβαίως ο κουρσάρος της μιας αντιμαχόμενης πλευράς, όσες εξουσιοδοτήσεις κι αν διέθετε, συνέχιζε να θεωρείται πειρατής για την άλλη.
Πιό συγκεκριμένα η χρήση της πειρατικής σημαίας άρχισε και κορυφώθηκε κατά την περίοδο που έγινε γνωστή ως «χρυσή εποχή της πειρατείας», από τα μέσα του 17ου έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Την περίοδο αυτή συντελέστηκε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο δράσης των πειρατικών ομάδων. Έως τότε οι διάφορες πειρατικές συμμορίες, οι οποίες δρούσαν στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους των ωκεανών και κυρίως στην Καραϊβική, τις δυτικές ακτές της Αφρικής και τη Μαδαγασκάρη, υπάγονταν στην εξουσία κάποιου κράτους, τουλάχιστον τυπικά. Τα μέλη τους, δηλαδή, διέθεταν έγγραφη άδεια από κάποια ευρωπαϊκή δύναμη, που τους εξουσιοδοτούσε να επιτίθενται στα σκάφη των αντιπάλων της με σκοπό να παρεμποδίζουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες.
Οι πειρατές που λειτουργούσαν με αυτή την τυπική κάλυψη αποκαλούντο κουρσάροι και
θεωρούντο μέρος των ναυτικών δυνάμεων ενός κράτους. Στην πράξη, όμως,
δεν συνδέονταν με τη δύναμη που τους εξουσιοδοτούσε. Τα πληρώματα των
κουρσάρων δεν εκτελούσαν αυστηρά τις εντολές που λάμβαναν, και τα μέλη
των πληρωμάτων δεν προέρχονταν μόνο από τους πολίτες της χώρας που
τυπικά τους προστάτευε.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, ωστόσο, η
κατάσταση μεταβλήθηκε. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κατέληξαν σε μια
συμφωνία όσον αφορά την ισορροπία δυνάμεων μετά το τέλος του Πολέμου
της Ισπανικής Διαδοχής, το 1714, και δεν χρειάζονταν πλέον τις υπηρεσίες
των κουρσάρων. Αντίθετα, ήθελαν να απαλλάξουν τις θαλάσσιες οδούς από
αυτούς τους απείθαρχους ληστές, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις δεν
δίσταζαν να επιτεθούν ακόμα και σε σκάφη της χώρας που τους προστάτευε.
Οι κουρσάροι, από την πλευρά τους, είχαν αναπτύξει ένα πνεύμα αυτονομίας
και δεν ήθελαν να μοιραστούν τα κέρδη τους με κανέναν, ούτε να
συμμορφωθούν με τους περιορισμούς που έθεταν οι έως τότε προστάτες
τους. Είχαν δημιουργηθεί εξάλλου κάποιες πειρατικές βάσεις στις ακτές
της Καραϊβικής και της Αφρικής, οι οποίες ήταν υπό τον αποκλειστικό τους
έλεγχο, επομένως δεν χρειάζονταν τις βάσεις και την προστασία που
μπορούσαν να προσφέρουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Παράλληλα, οι κουρσάροι
είχαν αναπτύξει ένα πνεύμα άρνησης κάθε παραδοσιακής εξουσίας. Στην
πλειοψηφία τους προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα των λιμανιών της
δυτικής Ευρώπης και απέρριπταν την κοινωνική καταπίεση που είχαν βιώσει
σε αυτά.
Γι’ αυτούς τους λόγους, οι κουρσάροι ανεξαρτητοποιήθηκαν σε πειρατές. Δρούσαν σε μικρές ομάδες με ένα ή δύο σκάφη και κάθε ομάδα διέθετε τη δική της σημαία.
Η πληθώρα πειρατικών σημαιών που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 18ο αιώνα συνοψίζεται συνήθως στην πιο γνωστή παράσταση, με τη νεκροκεφαλή και τα οστά. Η παράσταση αυτή είναι γνωστή στην αγγλική γλώσσα και ως Τζόλι Ρότζερ (Jolly Roger), υπάρχει όμως και σε πολλές ακόμα παραλλαγές.
Η κόκκινη σημαία
Αν όμως κατά την εκδήλωση της επίθεσης συναντούσαν αντίσταση, τότε άλλαζαν τη μαύρη σημαία με μια κόκκινη που δήλωνε πως δεν θα έδειχναν οίκτο. Στόχος ήταν να προκαλούν όσο το δυνατό περισσότερα φόβο, γεγονός που τους έδινε πλεονέκτημα. Η κατακόκκινη αλλά και η κατάμαυρη σημαία ονομαζόταν Τζόλυ Ρότζερ, πολύ πριν το όνομα αυτό συνδεθεί με την γνωστή σημαία με τη νεκροκεφαλή και τα οστά. Η επιλογή του ονόματος, Τζόλυ Ρότζερ, έχει πολλές ερμηνείες και κανείς δεν γνωρίζει μετά βεβαιότητας από που προήλθε.
Το 1724 ο Τσάρλς Τζόνσον εξέδωσε ένα βιβλίο » Γενική ιστορία των πειρατών «. Σε αυτό το βιβλίο υπήρξε αναφορά για πρώτη φορά του ονόματος, καθώς ο Τζόνσον γράφει ότι δύο πειρατές ονόμαζαν τη σημαία τους, Τζόλυ Ρότζερ: ο Βαρθολομαίος Ρόμπερτς τον Ιούνιο του 1721 και ο Φράνσις Σπριγκς τον Ιούλιο του 1723.
Ο θρύλος με τους Ναϊτες Ιππότες
Μία άλλη πιθανή εξήγηση της ετυμολογίας βρίσκεται στο βιβλίο «Οι πειρατές και ο χαμένος στόλος των Ναϊτών» του Ντέηβιντ Χάτσερ. Σύμφωνα με αυτό το βιβλίο, το όνομα Τζόλυ Ρότζερ προέρχεται από τον βασιλιά Ρότζερ τον Β´ της Σικελίας, έναν Ιππότη του Τάγματος των Ναϊτών που εικάζεται ότι ήταν ο πρώτος που ανύψωσε την πειρατική σημαία.
Ο θρύλος του ερωτευμένου λόρδου που έγινε ιππότης
Κάποιες πηγές αποδίδουν το κλασικό σχέδιο με τη νεκροκεφαλή και τα
οστά σε έναν θρύλο που σχετίζεται με το τάγμα των Ναϊτών. Ο Φίλιπ
Γκάρντινερ γράφει στο βιβλίο του ότι ένας ιππότης του τάγματος των
Ναϊτών, ο λόρδος της Σιδώνας, αγαπούσε μια όμορφη κοπέλα. Αυτή όμως
πέθανε σε νεαρή ηλικία και τη νύχτα της ταφής της ο ιππότης της ξέθαψε
το σώμα της για να βρεθεί ερωτικά μαζί της.
Τότε μια φωνή τον κάλεσε να επιστρέψει σε 9 μήνες για να βρει τον
γιο του. Αυτός υπάκουσε και όταν επέστρεψε μετά από 9 μήνες βρήκε ένα
κρανίο στα πόδια του σκελετού (νεκροκεφαλή και οστά). Η ίδια φωνή τον κάλεσε τότε να προσέχει το κρανίο γιατί αυτό θα του
έφερνε καλή τύχη. Ο ιππότης το πήρε μαζί του και με τη βοήθειά του
κατάφερνε να νικά τους εχθρούς του απλά δείχνοντας τους το «μαγικό
κρανίο». Αυτό αργότερα πέρασε στην κατοχή του Τάγματος.
Σήμερα η γνωστή πειρατική σημαία θεωρείται ως ένα από τα παλαιότερα
δείγματα λογότυπου που κατάφερε να μετατραπεί σε παγκόσμιο σύμβολο. Οι ιστορίες των πειρατών
συνεχίζουν να συναρπάζουν και να γυρίζονται ταινίες όπως ο «Κάπτεν Χουκ»
ή «Οι πειρατές της Καραϊβικής». Όλες αυτές οι ταινίες απεικονίζουν πολύ
διαφορετικούς χαρακτήρες και εντελώς διαφορετικές ιστορίες, όμως όλες
αυτές οι ταινίες έχουν κάτι κοινό: παρουσιάζουν τους πειρατές
αδίστακτους, γερά ποτήρια αλλά κυρίως κυρίαρχους της θάλασσας.
Πηγή: ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου