Η βυζαντινή Ανακτορόπολη διαδέχθηκε την αρχαία πόλη Οισύμη
βορειοανατολικά του βυζαντινού φρουρίου, που στον Όμηρο αναφέρεται ως η
γενέτειρα της ωραίας Καστιανείρας, γυναίκας του βασιλιά της Τροίας
Πρίαμου, από τον γάμο των οποίων γεννήθηκε ο Γαργυθίων, τον οποίο
δολοφόνησε ο δεινός τοξότης Τείκρος, ο αδελφός του Αίαντα.
Στον Θουκυδίδη αναφέρεται ότι “κατά το έβδομο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (424 π. Χ.), η πόλης αύτη, Οισύμη τότε καλούμενη, έκ των άξιολογωτάτων ούσα προσεχώρησε μετά της Γαληψού και Μυρκίνου, πόλεων πασών της Ήδωνίδος, προς τόν Βρασίδαν”.
H πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Νέας Περάμου, στα παράλια του υπήνεμου κόλπου των Ελευθερών και στις παρυφές της εύφορης πεδιάδας, μεταξύ του όρους Συμβόλου και της θάλασσας, αποτέλεσε την αιτία για την πρώιμη κατοίκηση της περιοχής.
Στο τρίτο τέταρτο του 7ου π.Χ. αιώνα, ο χώρος της Νέας Περάμου προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Πάριων αποίκων της Θάσου, συνέπεια του οποίου στάθηκε η ίδρυση της πόλης Οισύμης, στον βραχώδη και οχυρό λόφο δυτικά του στενού ισθμού, που συνδέει τη χερσόνησο του Βρασίδα με τη στεριά.
Η ακρόπολη της Οισύμης περιβαλλόταν με τείχη κατασκευασμένα από τοπικό γρανίτη και στην κορυφή της υψωνόταν ναός αφιερωμένος πιθανώς στη λατρεία της θεάς Αθηνάς. Η ύπαρξη του ιερού αυτού χρονολογείται ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια (8ο-6ο π.Χ. αι.). Ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα και στη θέση του κτίστηκε νεότερος που διατηρήθηκε ως το 2ο π.Χ. αιώνα. Τα λείψανα των τειχών και του ναού της πόλης διακρίνονται έως σήμερα.
Η οικονομία της Οισύμης στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή, η αμπελοκαλλιέργεια φαίνεται ότι καταλάμβανε ιδιαίτερη θέση στον χώρο της Νέας Περάμου ήδη από την αρχαιότητα, καθώς η γύρω από την Οισύμη περιοχή, η οποία ονομαζόταν Βιβλία, φημιζόταν για το κρασί της, τον βίβλινον οίνον. Η Οισύμη διατηρούσε επίσης σημαντικές εμπορικές σχέσεις με τις πόλεις των Κυκλάδων και του ανατολικού Αιγαίου.
Έως τον 4ο π.Χ. αιώνα, η Οισύμη εξαρτιόταν από τη Θάσο, ως αποικία της, και αποτελούσε μέλος της Θασίων ηπείρου, όπως ονομάζονταν οι ηπειρωτικές κτήσεις του γειτονικού νησιού. Κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα και λίγα χρόνια πριν από τη μακεδονική κατάκτηση, η Οισύμη γνώρισε μια σύντομη περίοδο αυτονομίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται από την κοπή χάλκινων νομισμάτων που απεικόνιζαν την πολιούχο θεά Αθηνά και έφεραν την επιγραφή Οισυμαίων, δηλαδή το όνομα των πολιτών της Οισύμης. Στη συνέχεια, η πόλη κατακτήθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’ και μετονομάστηκε σε Ημαθία. Η μετονομασία αυτή πιθανώς οφείλεται στον εποικισμό της Οισύμης από Μακεδόνες.
Η παρουσία του στρατηγού Βρασίδα
Η περιοχή της αρχαίας Οισύμης και αργότερα βυζαντινής Ανακτορόπολης συνδέθηκε άρρηκτα και με το όνομα του μεγάλου στρατηγού της αρχαίας Σπάρτης, του Βρασίδα, που έδρασε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, τον Απρίλιο του 422 π.Χ., η ανακωχή Αθήνας και Σπάρτης τερματίστηκε και το επόμενο καλοκαίρι οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην Αμφίπολη. Ο Βρασίδας αντιλήφθηκε αμέσως τις προθέσεις τους να επιτεθούν, και τους αιφνιδίασε με ξαφνική έφοδο. Οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία, από τους Σπαρτιάτες όμως σκοτώθηκαν μόνο επτά άτομα, ένας εκ των οποίων ήταν ο Βρασίδας, ο οποίος και τάφηκε στην Αμφίπολη με τιμές.
Η τοποθεσία που σκοτώθηκε ο Βρασίδας είναι μια κατάφυτη χερσόνησος, που γειτνιάζει με τα ερείπια της αρχαίας Οισύμης, στην οποία οι κάτοικοι, τα νεότερα χρόνια, έδωσαν το όνομα του Σπαρτιάτη στρατηγού: “χερσόνησος Βρασίδα”. Έτσι, κράτησαν ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου που διαδραματίστηκε στη βόρεια Ελλάδα.
Σήμερα, η “χερσόνησος του Βρασίδα” είναι χαρακτηρισμένη ως αρχαιολογική περιοχή, που διαθέτει απαράμιλλη φυσική ομορφιά και υπέροχες καταγάλανες παραλίες που αν και δεν είναι ακόμη τόσο οργανωμένες, κάθε καλοκαίρι συγκεντρώνουν πλήθος λουόμενων.
Η Οισύμη έδωσε τη θέση της στην Ανακτορόπολη
Στα μεσαιωνικά χρόνια και στον χαμηλό λόφο βορειοανατολικά της Οισύμης, αναπτύχθηκε μια νέα πόλη με το όνομα Ανακτορόπολη.
Τα τείχη της Ανακτορόπολης ανεγέρθηκαν ανάμεσα στα 1167 και 1170 από τον διοικητή του βυζαντινού στόλου Μεγάλο Δούκα, Ανδρόνικο Κοντοστέφανο, όπως μαρτυρεί μια επιγραφή που σώζεται στο νότιο τείχος. Το φρούριο της Ανακτορόπολης προφανώς αποτελούσε ναυτική βάση, επιφορτισμένη με την προστασία των ακτών του βορείου Αιγαίου από τους πειρατές και τους επιδρομείς.
Από εκκλησιαστικής πλευράς, η Ανακτορόπολη ήταν έδρα επισκοπής, η οποία υπαγόταν στη μητρόπολη Φιλίππων η δε ύπαρξη της επισκοπής της Ανακτορόπολης αναφέρεται ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα.
Πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα, η Ανακτορόπολη βρισκόταν στα χέρια του πειρατή Αλεξίου από τη Βελικώμη της Βιθυνίας. Με ορμητήριο την πόλη αυτή, ο πειρατής Αλέξιος δρούσε στην ευρύτερη περιοχή από τη δράση του υπέφεραν ακόμη και οι κάτοικοι της Λήμνου. Η Ανακτορόπολη περιήλθε ξανά στους βυζαντινούς το 1350, ύστερα από τριήμερη πολιορκία που πραγματοποίησε ο Ιωάννης Καντακουζηνός.
Λίγα χρόνια μετά ,και συγκεκριμένα το 1357, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ παραχώρησε την Ανακτορόπολη, τη Χρυσόπολη (στις εκβολές του Στρυμόνα) και τη Θάσο σε δύο αδελφούς, στον μέγα πριμηκήριο Αλέξιο και στον πρωτοσέβαστο Ιωάννη. Αυτοί επέκτειναν στη συνέχεια την κυριαρχία τους από τις εκβολές του Στρυμόνα ως τη Χριστούπουλη (σημερινή Καβάλα), χάρη στις στρατιωτικές επιτυχίες τους εναντίον των Σέρβων. Μετά τον θάνατο του Αλεξίου, ο Ιωάννης έμεινε μόνος κύριος της περιοχής αυτής, η οποία, όμως, στα τέλη του 14ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Τούρκους.
Στην τουρκοκρατία
Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, η μεσαιωνική πόλη μάλλον συνέχισε να κατοικείται. Πάντως, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, το φρούριο της Ανακτορόπολης ήταν εγκαταλελειμμένο ήδη το 18ο αιώνα.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, η περιοχή του λιμένος των Ελευθερών ανήκε στον Ελιάς Μπέη από τη Δράμα. Το 1869, ο χώρος αυτός αγοράστηκε από τους Ρώσους μοναχούς του Αγίου Όρους και αποτέλεσε μετόχι της Ρωσικής Σκήτης του Αγίου Ανδρέα ως τις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο το μετόχι αυτό διαδραμάτισε πολιτικό παρά εκκλησιαστικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής, εξυπηρετώντας τον σλαβικό επεκτατισμό.
Στον Θουκυδίδη αναφέρεται ότι “κατά το έβδομο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (424 π. Χ.), η πόλης αύτη, Οισύμη τότε καλούμενη, έκ των άξιολογωτάτων ούσα προσεχώρησε μετά της Γαληψού και Μυρκίνου, πόλεων πασών της Ήδωνίδος, προς τόν Βρασίδαν”.
H πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Νέας Περάμου, στα παράλια του υπήνεμου κόλπου των Ελευθερών και στις παρυφές της εύφορης πεδιάδας, μεταξύ του όρους Συμβόλου και της θάλασσας, αποτέλεσε την αιτία για την πρώιμη κατοίκηση της περιοχής.
Στο τρίτο τέταρτο του 7ου π.Χ. αιώνα, ο χώρος της Νέας Περάμου προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Πάριων αποίκων της Θάσου, συνέπεια του οποίου στάθηκε η ίδρυση της πόλης Οισύμης, στον βραχώδη και οχυρό λόφο δυτικά του στενού ισθμού, που συνδέει τη χερσόνησο του Βρασίδα με τη στεριά.
Η ακρόπολη της Οισύμης περιβαλλόταν με τείχη κατασκευασμένα από τοπικό γρανίτη και στην κορυφή της υψωνόταν ναός αφιερωμένος πιθανώς στη λατρεία της θεάς Αθηνάς. Η ύπαρξη του ιερού αυτού χρονολογείται ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια (8ο-6ο π.Χ. αι.). Ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα και στη θέση του κτίστηκε νεότερος που διατηρήθηκε ως το 2ο π.Χ. αιώνα. Τα λείψανα των τειχών και του ναού της πόλης διακρίνονται έως σήμερα.
Η οικονομία της Οισύμης στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή, η αμπελοκαλλιέργεια φαίνεται ότι καταλάμβανε ιδιαίτερη θέση στον χώρο της Νέας Περάμου ήδη από την αρχαιότητα, καθώς η γύρω από την Οισύμη περιοχή, η οποία ονομαζόταν Βιβλία, φημιζόταν για το κρασί της, τον βίβλινον οίνον. Η Οισύμη διατηρούσε επίσης σημαντικές εμπορικές σχέσεις με τις πόλεις των Κυκλάδων και του ανατολικού Αιγαίου.
Έως τον 4ο π.Χ. αιώνα, η Οισύμη εξαρτιόταν από τη Θάσο, ως αποικία της, και αποτελούσε μέλος της Θασίων ηπείρου, όπως ονομάζονταν οι ηπειρωτικές κτήσεις του γειτονικού νησιού. Κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα και λίγα χρόνια πριν από τη μακεδονική κατάκτηση, η Οισύμη γνώρισε μια σύντομη περίοδο αυτονομίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται από την κοπή χάλκινων νομισμάτων που απεικόνιζαν την πολιούχο θεά Αθηνά και έφεραν την επιγραφή Οισυμαίων, δηλαδή το όνομα των πολιτών της Οισύμης. Στη συνέχεια, η πόλη κατακτήθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’ και μετονομάστηκε σε Ημαθία. Η μετονομασία αυτή πιθανώς οφείλεται στον εποικισμό της Οισύμης από Μακεδόνες.
Η παρουσία του στρατηγού Βρασίδα
Η περιοχή της αρχαίας Οισύμης και αργότερα βυζαντινής Ανακτορόπολης συνδέθηκε άρρηκτα και με το όνομα του μεγάλου στρατηγού της αρχαίας Σπάρτης, του Βρασίδα, που έδρασε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, τον Απρίλιο του 422 π.Χ., η ανακωχή Αθήνας και Σπάρτης τερματίστηκε και το επόμενο καλοκαίρι οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην Αμφίπολη. Ο Βρασίδας αντιλήφθηκε αμέσως τις προθέσεις τους να επιτεθούν, και τους αιφνιδίασε με ξαφνική έφοδο. Οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία, από τους Σπαρτιάτες όμως σκοτώθηκαν μόνο επτά άτομα, ένας εκ των οποίων ήταν ο Βρασίδας, ο οποίος και τάφηκε στην Αμφίπολη με τιμές.
Η τοποθεσία που σκοτώθηκε ο Βρασίδας είναι μια κατάφυτη χερσόνησος, που γειτνιάζει με τα ερείπια της αρχαίας Οισύμης, στην οποία οι κάτοικοι, τα νεότερα χρόνια, έδωσαν το όνομα του Σπαρτιάτη στρατηγού: “χερσόνησος Βρασίδα”. Έτσι, κράτησαν ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου που διαδραματίστηκε στη βόρεια Ελλάδα.
Σήμερα, η “χερσόνησος του Βρασίδα” είναι χαρακτηρισμένη ως αρχαιολογική περιοχή, που διαθέτει απαράμιλλη φυσική ομορφιά και υπέροχες καταγάλανες παραλίες που αν και δεν είναι ακόμη τόσο οργανωμένες, κάθε καλοκαίρι συγκεντρώνουν πλήθος λουόμενων.
Η Οισύμη έδωσε τη θέση της στην Ανακτορόπολη
Στα μεσαιωνικά χρόνια και στον χαμηλό λόφο βορειοανατολικά της Οισύμης, αναπτύχθηκε μια νέα πόλη με το όνομα Ανακτορόπολη.
Τα τείχη της Ανακτορόπολης ανεγέρθηκαν ανάμεσα στα 1167 και 1170 από τον διοικητή του βυζαντινού στόλου Μεγάλο Δούκα, Ανδρόνικο Κοντοστέφανο, όπως μαρτυρεί μια επιγραφή που σώζεται στο νότιο τείχος. Το φρούριο της Ανακτορόπολης προφανώς αποτελούσε ναυτική βάση, επιφορτισμένη με την προστασία των ακτών του βορείου Αιγαίου από τους πειρατές και τους επιδρομείς.
Από εκκλησιαστικής πλευράς, η Ανακτορόπολη ήταν έδρα επισκοπής, η οποία υπαγόταν στη μητρόπολη Φιλίππων η δε ύπαρξη της επισκοπής της Ανακτορόπολης αναφέρεται ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα.
Πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα, η Ανακτορόπολη βρισκόταν στα χέρια του πειρατή Αλεξίου από τη Βελικώμη της Βιθυνίας. Με ορμητήριο την πόλη αυτή, ο πειρατής Αλέξιος δρούσε στην ευρύτερη περιοχή από τη δράση του υπέφεραν ακόμη και οι κάτοικοι της Λήμνου. Η Ανακτορόπολη περιήλθε ξανά στους βυζαντινούς το 1350, ύστερα από τριήμερη πολιορκία που πραγματοποίησε ο Ιωάννης Καντακουζηνός.
Λίγα χρόνια μετά ,και συγκεκριμένα το 1357, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ παραχώρησε την Ανακτορόπολη, τη Χρυσόπολη (στις εκβολές του Στρυμόνα) και τη Θάσο σε δύο αδελφούς, στον μέγα πριμηκήριο Αλέξιο και στον πρωτοσέβαστο Ιωάννη. Αυτοί επέκτειναν στη συνέχεια την κυριαρχία τους από τις εκβολές του Στρυμόνα ως τη Χριστούπουλη (σημερινή Καβάλα), χάρη στις στρατιωτικές επιτυχίες τους εναντίον των Σέρβων. Μετά τον θάνατο του Αλεξίου, ο Ιωάννης έμεινε μόνος κύριος της περιοχής αυτής, η οποία, όμως, στα τέλη του 14ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Τούρκους.
Στην τουρκοκρατία
Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, η μεσαιωνική πόλη μάλλον συνέχισε να κατοικείται. Πάντως, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, το φρούριο της Ανακτορόπολης ήταν εγκαταλελειμμένο ήδη το 18ο αιώνα.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, η περιοχή του λιμένος των Ελευθερών ανήκε στον Ελιάς Μπέη από τη Δράμα. Το 1869, ο χώρος αυτός αγοράστηκε από τους Ρώσους μοναχούς του Αγίου Όρους και αποτέλεσε μετόχι της Ρωσικής Σκήτης του Αγίου Ανδρέα ως τις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο το μετόχι αυτό διαδραμάτισε πολιτικό παρά εκκλησιαστικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής, εξυπηρετώντας τον σλαβικό επεκτατισμό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου